Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁμολόγως

См. также в других словарях:

  • ὁμολόγως — ὁμόλογος agreeing adverbial ὁμόλογος agreeing masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομόλογος — η, ο (ΑΜ ὁμόλογος, ον) 1. αυτός που έχει τις ίδιες αναλογίες ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο, αντίστοιχος, ανάλογος, σύστοιχος, σύμμετρος («ομόλογα σχήματα» ή «ομόλογα σημεία» σχήματα ή σημεία τα οποία αντιστοιχούν το ένα προς… …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՄԱԲԱՆԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0011 Chronological Sequence: 10c մ. ὁμολόγως consensu omnium Միաբան. միաբանութեամբ. ձայնակցելով. *Ասասցեն ընդ մեզ համաբանաբար զուգամասնութեամբ, եղիցի եղիցի. Նար. ՟Ձ՟Ե …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»