-
1 ομηροπατης
(Sext., Diog.L. - v. l. ὁμηραπάτη)
-
2 ομηραπατη
(πᾰ) ἥ гомеровский обманὁμηραπάτης ἐπικόπτης Sext., Diog.L. — издевающийся над гомеровскими баснями ( о богах) (прозвище, данное философу Ксенофану). - см. тж. ὁμηροπάτης
См. также в других словарях:
ομηροπάτης — ὁμηροπάτης και ὁμηραπάτης, ὁ (Α) 1. (συν. ως προσωνυμία τού Ξενοφάνους) αυτός που σκώπτει, που περιπαίζει τον Όμηρο και τις διηγήσεις του σχετικά με τους θεούς και τους ήρωες ή αυτός που διαστρεβλώνει, παρερμηνεύει τα ομηρικά έπη 2. κατ άλλους, η … Dictionary of Greek
ομηραπάτη — ὁμηραπάτη, ἡ (Α) βλ. ομηροπάτης … Dictionary of Greek
ομηραπάτης — ὁμηραπάτης, ὁ (Α) βλ. ομηροπάτης … Dictionary of Greek