Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὁλοστήμων

См. также в других словарях:

  • ολοστήμων — ὁλοστήμων, ον (ΑΜ) αυτός που αποτελείται εξ ολοκλήρου από νήματα, από κλωστές («ταινία ὁλοστήμων», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + στήμων «νήμα, κλωστή» (πρβλ. χρυσο στήμων)] …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»