Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὁδοι-δόκος

См. также в других словарях:

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

  • οδοιδόκος — ὁδοιδόκος, ὁ (Α) (συν. για ληστές) αυτός που παραμονεύει, που καραδοκεί στους δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδοῖ, τοπική τού ουσ. ὁδός + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόκος. Η χρησιμοποίηση τής τοπικής πτώσης αντί τής ονομαστικής στο α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • οιμηδοκώ — οἰμηδοκῶ, έω (Μ) ενεδρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶμος «δρόμος» + δοκῶ (< δόκος < δέχομαι), πρβλ. καρα δοκώ, οδοι δοκώ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»