-
1 οφειδιον
-
2 οφιδιον
См. также в других словарях:
ὀφείδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφείδιον — το (ΑΜ ὀφείδιον) βλ. οφίδιο(ν) … Dictionary of Greek
ὀφείδια — ὀφείδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφίδιο — και οφείδιο, το (Α ὀφίδιον και ὀφείδιον) [όφις] (υποκορ. τού όφις) μικρό φίδι νεοελλ. στον πληθ. τα οφίδια υπόταξη λεπιδωτών ερπετών που περιλαμβάνει τα φίδια αρχ. είδος ψαριού … Dictionary of Greek