Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀρνιθόγαλον

См. также в других словарях:

  • ὀρνιθογάλων — ὀρνιθόγαλον starflower neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορνιθόγαλο — Ποώδες φυτό της οικογένειας των λειριιδών ή λιλιιδών (μονοκοτυλήδονα), αυτοφυές σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς σε όλη την Ελλάδα. Η επιστημονική του ονομασία είναι ο. το σκιαδανθές. Είναι βολβόρριζο, έχει φύλλα γραμμοειδή, με μία λευκή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»