Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ὀρθόθριξ

  • 1 ορθοθριξ

        - τρῐχος adj. со стоящими дыбом волосами или поднимающий волосы дыбом
        

    (φόβος Aesch.)

    Древнегреческо-русский словарь > ορθοθριξ

  • 2 φοβος

         φόβος
        ὅ
        1) страх, ужас, боязнь
        

    φ. ἀπό, παρά, πρός и ἔκ τινος Soph., Xen., Luc. или πρός τινα (τι) Dem., Plut.страх перед кем(чем)-л. или чей-л. страх;

        φ. περί τινος Thuc., Plat. περί τινι Isocr. и περί τινα Polyb.страх из-за кого(чего)-л.;
        φ. ὑπέρ τινος Thuc., Plut.страх за кого-л.;
        ὀρθόθριξ φ. Aesch. — страх, от которого волосы становятся дыбом;
        φ. (τοῦ) στρατεῦσαι ἐπί τινα Xen.боязнь воевать против кого-л.;
        φ. ὡς …, (ὡς) μέ …, (ὅπως) μέ … или (ὥστε) μέ … Eur., Xen., Plat. — боязнь (опасение), как бы не …;
        φ., εἰ πείσω τινά Eur. — боюсь, смогу ли убедить кого-л.;
        ὅ αὐτός που φ. Plat. (здесь) то же самое опасение, т.е. и здесь есть повод сомневаться;
        φόβῳ (φόβοις), ἐκ и διὰ φόβου, διὰ (τὸν) φόβον Trag., Xen., Plat. — из страха;
        ὑπὸ του φόβου Xen. — от страха;
        ἀμφὴ φόβῳ θανάτου ἰάχησε Eur. — охваченная страхом смерти, она воскликнула

        2) страшная пора, ужасное время
        3) ужасная вещь, страшное событие, ужас
        

    (φόβοι καὴ δείματα Thuc.; κίνδυνοι καὴ φόβοι Plat.; φόβους λέγειν Soph.)

        πολλῶν φόβων προσαγομένων Xen. — при наличии многих ужасов, т.е. несмотря на страшные угрозы

        4) (паническое) бегство

    Древнегреческо-русский словарь > φοβος

См. также в других словарях:

  • ορθόθριξ — ὀρθόθριξ, τριχος, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει όρθιες, ανορθωμένες τις τρίχες του ή αυτός που ανορθώνει τις τρίχες άλλου, αυτός που προκαλεί ανατρίχιασμα (α. «ὀρθόθριξ φόβος», Αισχύλ. β. «ὀρθότριχες φόβαι», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + θρίξ,… …   Dictionary of Greek

  • ὀρθόθριξ — masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθότριχας — ὀρθόθριξ masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθότριχες — ὀρθόθριξ masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

  • ορθοέθειρος — ὀρθοέθειρος, ον (Α) ορθόθριξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + έθειρος (< ἔθειρα «κόμη»), πρβλ. καλλι έθειρος, χρυσο έθειρος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»