-
1 ορθομαντεία
ὀρθομαντείᾱ, ὀρθομαντείαtrue prophecy: fem nom /voc /acc dualὀρθομαντείᾱ, ὀρθομαντείαtrue prophecy: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ὀρθομαντεία
ὀρθομαντείᾱ, ὀρθομαντείαtrue prophecy: fem nom /voc /acc dualὀρθομαντείᾱ, ὀρθομαντείαtrue prophecy: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 ορθομαντεια
-
4 ὀρθομαντεία
ὀρθο-μαντεία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρθομαντεία
-
5 ὀρθομαντεία
ὀρθο-μαντεία, ἡ, richtige Wahrsagung -
6 ορθομαντείας
ὀρθομαντείᾱς, ὀρθομαντείαtrue prophecy: fem acc plὀρθομαντείᾱς, ὀρθομαντείαtrue prophecy: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ὀρθομαντείας
ὀρθομαντείᾱς, ὀρθομαντείαtrue prophecy: fem acc plὀρθομαντείᾱς, ὀρθομαντείαtrue prophecy: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ὀρθομαντεία — ὀρθομαντείᾱ , ὀρθομαντεία true prophecy fem nom/voc/acc dual ὀρθομαντείᾱ , ὀρθομαντεία true prophecy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθομαντεία — ὀρθομαντεία, ἡ (Α) αληθής προφητεία, αληθής μαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + μαντεία] … Dictionary of Greek
ὀρθομαντείας — ὀρθομαντείᾱς , ὀρθομαντεία true prophecy fem acc pl ὀρθομαντείᾱς , ὀρθομαντεία true prophecy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek