-
1 ορθαγορίσκος
-
2 ὀρθαγορίσκος
-
3 ὀρθαγορίσκος
ὀρθαγορίσκος, ὁ, Schweinchen, Ferkelchen, lacedämon., γαλαϑηνοί, Ath. IV, 139 b.
-
4 ὀρθαγορίσκος
ὀρθᾰγορίσκος, ὁ,2 name of a fish, Apion ap.Plin.HN 32.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρθαγορίσκος
-
5 ὀρθαγορίσκος
ὀρθαγορίσκος, ὁ, Schweinchen, Ferkelchen -
6 ὀρθαγορίσκος
Grammatical information: m.Meaning: `sucking-pig' (Ath., H.), also as fishname (Plin.; because of the grunting sound, Strömberg Fischn. 69); besides βορθαγορίσκια χοίρεα κρέα. καὶ μικροὶ χοῖροι βορθαγορίσκοι (- θάκεοι cod.). Λάκωνες H.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Acc. to several informants ap. Ath. 4, 140b for *ὀρθραγορίσκος, " ἐπεὶ πρὸς τὸν ὄρθρον πιπράσκονται" (litterally `who has its market in the early morning'), a qualification, which Bechtel Dial. 2, 328 rightly finds remarkable, but considers as undoubtable; the name would be a word of plaisantry. After Pisani Paideia 13, 143 however by the Lacedaemonians created with unfriendly reference to Όρθαγόρας, the first tyrant in Sicyon; from there folketymolog. ὀρθρ-. Can be sonsidered.Page in Frisk: 2,415Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀρθαγορίσκος
-
7 orthagoriscus
orthagoriscus, ī, m. (ὀρθαγορίσκος), das Schweinchen, Ferkelchen, ein Seefisch, der wie ein Schweinchen grunzte, Plin. 32, 19 u. 149.
-
8 ὀρθραγορίσκος
ὀρθραγορίσκος, ὁ, = ὀρϑαγορίσκος, alte f. L. bei Plin. H. N. 32, 3, ein Fisch.
-
9 ορθαγορίσκοι
-
10 ὀρθαγορίσκοι
-
11 ορθαγορίσκους
-
12 ὀρθαγορίσκους
-
13 orthagoriscus
orthagoriscus, ī, m. (ὀρθαγορίσκος), das Schweinchen, Ferkelchen, ein Seefisch, der wie ein Schweinchen grunzte, Plin. 32, 19 u. 149.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > orthagoriscus
-
14 βορθαγορίσκεα
βορθαγορίσκεα· τὰ χοίρεια κρέα: and [full] βορθαγορίσκοι· μικροὶ χοῖροι ([dialect] Lacon.), Hsch.; cf. ὀρθαγορίσκος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βορθαγορίσκεα
См. также в других словарях:
ὀρθαγορίσκος — sucking pig masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθαγορίσκος — ο (Α ὀρθαγορίσκος) νεοελλ. ζωολ. γένος ψαριών που το γνωστότερο είδος του έχει την κοινή ονομασία φεγγαρόψαρο αρχ. 1. χοιρίδιο που ακόμη θηλάζει 2. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από το όν. τού τυράννου … Dictionary of Greek
ὀρθαγορίσκοι — ὀρθαγορίσκος sucking pig masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθαγορίσκους — ὀρθαγορίσκος sucking pig masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρθρος — (από το ρήμα όρνυμι = κινώ, ξεσηκώνω, εγείρομαι, δηλαδή σηκώνομαι). Ο πριν από την αυγή χρόνος, η χαραυγή. Στην εκκλησιαστική γλώσσα ό. είναι η ακολουθία της θείας λατρείας που γίνεται πριν από την ανατολή του ήλιου, δηλαδή «τα βαθιά χαράματα»… … Dictionary of Greek
φεγγαρόψαρο — Ψάρι της οικογένειας των Μολιδών, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία ορθαγορίσκος. Ζει σχεδόν σε όλες τις θάλασσες, έχει μήκος περίπου 2 μ. και ζυγίζει γύρω στα 100 κιλά. Το σχήμα του είναι ιδιόμορφο και δεν μοιάζει με κανένα άλλο είδος… … Dictionary of Greek
μολίδες — (molidae). Οικογένεια ψαριών. Κυριότερος εκπρόσωπος της οικογένειας είναι το γένος μόλα ή ορθαγορίσκος. Το είδος αυτό, που είναι περισσότερο γνωστό ως φεγγαρόψαρο και ηλιόψαρο είναι η μύλη των αρχαίων Ελλήνων. Πρόκειται για μεγάλο ψάρι των θερμών … Dictionary of Greek
u̯erdh-, u̯redh- — u̯erdh , u̯redh English meaning: to grow; high Deutsche Übersetzung: “wachsen, steigen; hoch” Material: O.Ind. várdhati, várdhatē, vr̥dháti “wächst, mehrt sich”, várdha m. “das Fördern”, vardháyati “makes grow”, vr̥ddhá “ grown,… … Proto-Indo-European etymological dictionary