Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὀργυιαῖος

См. также в других словарях:

  • ὀργυιαῖος — an masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οργυιαίος — α, ο (Α ὀργυιαῑος, αία, ον) βλ. οργιαίος …   Dictionary of Greek

  • ὀργυιαῖον — ὀργυιαῖος an masc acc sg ὀργυιαῖος an neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργυιαῖα — ὀργυιαῖος an neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οργιαίος — και οργυιαίος, α, ο (Α ὀργυιαῑος, αία, ον) [οργιά] αυτός που έχει μήκος ή ύψος μιας οργιάς …   Dictionary of Greek

  • ὀργυιαίων — ὀργυιαί̱ων , ὀργυιαῖος an fem gen pl ὀργυιαί̱ων , ὀργυιαῖος an masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργυιαιᾶν — ὀργυιαῑᾶν , ὀργυιαῖος an masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»