Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὀξύθηκτος

См. также в других словарях:

  • οξύθηκτος — ὀξύθηκτος, ον (Α) 1. (για όπλα) ο ακονισμένος οξέως, αυτός που έχει αιχμηρή κόψη, κοφτερός 2. (για πρόσ.) μτφ. αυτός που κεντρίζεται βαθιά από πάθος, εμμανής, εξαγριωμένος. επίρρ... ὀξυθήκτως (Α) με οξύθηκτο, αιχμηρό τρόπο ή εξαγριωμένα, με μανία …   Dictionary of Greek

  • ὀξύθηκτος — sharp edged masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυθήκτοις — ὀξύθηκτος sharp edged masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυθήκτῳ — ὀξύθηκτος sharp edged masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

  • οξυθηγής — ὀξυθηγής, ές (Α) οξύθηκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + θηγής (< θήγω), πρβλ. νεο θηγής] …   Dictionary of Greek

  • ὀξυθήκτωι — ὀξυθήκτῳ , ὀξύθηκτος sharp edged masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»