-
1 ολβοθρεμμων
См. также в других словарях:
ολβοθρέμμων — ὀλβοθρέμμων, ον (Α) αυτός που ανατράφηκε μέσα σε πλούτο, σε πλούσιο περιβάλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + θρέμμων (< τρέφω), πρβλ. υδατο θρέμμων] … Dictionary of Greek
ὀλβοθρέμμονες — ὀλβοθρέμμων nursed amid wealth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοθρέμμων — βιοθρέμμων, ον (ποιητ.) (Α) αυτός που διατηρεί τη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + θρεμμων < (θ) θρεπ , έθρεψα, αόρ. του τρέφω (πρβλ. θεοθρέμμων, ολβοθρέμμων, κ.ά.)] … Dictionary of Greek
όλβος — ο (ΑΜ ὄλβος) 1. υλική ευδαιμονία, ευμάρεια, ευπορία, αφθονία υλικών αγαθών, πλούτος («ὑγίεια καὶ εὐεξία βέλτιον παντὸς χρυσίον, καὶ σῶμα εὔρωστον ἤ ὄλβος ἀμέτρητος», ΠΔ) 2. συνεκδ. ευδαιμονία, ευτυχία, μακαριότητα, ευημερία αρχ. φρόνηση («ὄλβος… … Dictionary of Greek