-
1 ὀκτά-εδρος
ὀκτά-εδρος, achtseitig, τὸ ὀκτ., mit acht Seitenflächen; Tim. Locr. 98 d; Plut.
-
2 ὀκτάεδρος
ὀκτά-εδρος, ον, of a solid figure,A eight-sided, Gal.5.668: Subst. [suff] ὀκτά-εδρον, τό, octahedron, Arist.Cael. 307a16, Ti.Locr. 98d, Euc.11 Def.26, Placit.2.6.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀκτάεδρος
-
3 ὀκτάεδρος
ὀκτά-εδρος, achtseitig, τὸ ὀκτ., mit acht Seitenflächen -
4 οκταεδρος
См. также в других словарях:
ευρύεδρος — εὐρύεδρος, ον (Α) αυτός που έχει πλατιά έδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + εδρος (< έδρα), πρβλ. οκτά εδρος, πρό εδρος] … Dictionary of Greek
τετράεδρος — η, ο / τετράεδρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τέσσερεις έδρες («τετράεδροι πυραμίδες», Ιάμβλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το τετράεδρο(ν) πυραμίδα με τριγωνική βάση (α. «κανονικό τετράεδρο» τετράεδρο τού οποίου οι έδρες είναι τέσσερα ίσα ισόπλευρα τρίγωνα … Dictionary of Greek
οκτάεδρος — και οχτάεδρος, η, ο (Α ὀκτάεδρος, ον) 1. αυτός που έχει οκτώ έδρες 2. το ουδ. ως ουσ. το οκτάεδρο γεωμετρικό σχήμα που έχει οκτώ έδρες νεοελλ. φρ. «κανονικό οκτάεδρο» μαθ. ένα από τα πέντε κανονικά πολύεδρα, που έχει οκτώ έδρες οι οποίες είναι… … Dictionary of Greek