Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Ἱπποκρήνη

См. также в других словарях:

  • ἱπποκρήνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιπποκρήνη — Ονομασία δύο πηγών, που δημιουργήθηκαν, σύμφωνα με τη μυθολογία, από χτύπημα της οπλής του Πήγασου στο έδαφος. 1. Πηγή που ανάβλυσε στην Τροιζήνα ή κοντά στην πόλη αυτή, όταν ο Βελλερεφόντης, έφιππος στο φτερωτό του άλογο, ζήτησε από τον Πιτθέα… …   Dictionary of Greek

  • Αγανίππη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του ποταμού Περμησσού και νύμφη που κατοικούσε στην πηγή Ιπποκρήνη, στους πρόποδες του Ελικώνα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, η πηγή αυτή ήταν αφιερωμένη στις Μούσες και ανάβρυσε όταν πάτησε σε εκείνο το σημείο η οπλή του …   Dictionary of Greek

  • Hippocrene — In Greek mythology, Hippocrene (Ἱπποκρήνη) was the name of a fountain on Mt. Helicon. It was sacred to the Muses and was formed by the hooves of Pegasus. Its name literally translates to Horse s Fountain and the water was supposed to bring forth… …   Wikipedia

  • Hippokrene — Quellöffnung der Hippokrene Hippokrene (griechisch Ἱπποκρήνη, Ἵππου κρήνη „Rossquelle“) ist die zum Dichten begeisternde, dem Apollon und den Musen heilige Quelle. Sie befindet sich unterhalb des Ostgipfels des Helikon, westlich der Kapelle… …   Deutsch Wikipedia

  • Гиппокрена — (Hippocrene, Ιπποχρήνη). т. е. “конский источник”. Источник на горном хребте Геликоне в Беотии, посвященный Музам и, по преданию, происшедший от удара копыта Пегаса. (Источник: «Краткий словарь мифологии и древностей». М.Корш. Санкт Петербург,… …   Энциклопедия мифологии

  • ГИППОКРЕНА —    • Hīppocrēne,           Ίππου κρήνη или Ίπποκρήνη. Η. Криопигади, источник на вершине главной цепи Геликона (вышиной в 5000 ) в Беотии, служивший для муз источником истинного вдохновения. Его сотворил Пегас ударом копыта. Близ него находилась… …   Реальный словарь классических древностей

  • Hippocréne — HIPPOCRÉNE, es, Gr. Ἱπποκρήνη, ης, ein Brunnen auf dem Helikon, welchen das Pferd Pegasus machte, als es mit dem Fuße auf denselben aufschlug, entweder, da er selbst dor Freuden wegen der Musik tanzete, die Apollo dereinst machte; Stat. Theh. VI …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Πήγασος — I Φτερωτό άλογο της μυθολογίας. Ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Μέδουσας. Αναπήδησε από το αίμα της μητέρας του όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ξεπήδησε από το χώμα της Ακρόπολης όταν ο Ποσειδώνας, μαλώνοντας με την Αθηνά… …   Dictionary of Greek

  • Πηγασίς — ίδος, ἡ, Α η πηγή που ανάβλυσε στον Κιθαιρώνα από την οπλή τού Πηγάσου, η Ιπποκρήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πήγασος + επίθημα ίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

  • ελικώνας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ε. ήταν αδελφός του Κιθαιρώνα, αλλά τα δύο αδέλφια είχαν εντελώς αντίθετο χαρακτήρα. Ο άπληστος και πλεονέκτης Κιθαιρώνας, αφού σκότωσε τον πατέρα του, έριξε με ύπουλο τρόπο τον πράο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»