Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Ἱπποδάμεια

См. также в других словарях:

  • Ἱπποδαμεία — Ἱπποδαμείᾱ , Ἱπποδάμεια tamer of horses fem nom/voc/acc dual Ἱπποδαμείᾱ , Ἱπποδαμείη fem nom/voc/acc dual Ἱπποδαμείᾱ , Ἱπποδαμείη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποδαμείᾳ — Ἱπποδαμείᾱͅ , Ἱπποδάμεια tamer of horses fem dat sg (attic doric aeolic) Ἱπποδαμείᾱͅ , Ἱπποδαμείη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποδάμεια — tamer of horses fem nom/voc sg Ἱπποδάμειον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιπποδάμεια — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Οινόμαου, βασιλιά της Ήλιδας, και της Πλειάδας Στερόπης (ή της Δαναΐδας Ευρυθόης ή της Ευαρέτης, κόρης του Ακρίσιου και αδελφής του Λευκίππου). Σύμφωνα με τη μυθολογία, οι υποψήφιοι για τον γάμο με την I.… …   Dictionary of Greek

  • Ἱπποδαμείας — Ἱπποδαμείᾱς , Ἱπποδάμεια tamer of horses fem acc pl Ἱπποδαμείᾱς , Ἱπποδάμεια tamer of horses fem gen sg (attic doric aeolic) Ἱπποδαμείᾱς , Ἱπποδαμείη fem acc pl Ἱπποδαμείᾱς , Ἱπποδαμείη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποδαμείαν — Ἱπποδαμείᾱν , Ἱπποδαμείη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποδαμείης — Ἱπποδάμεια tamer of horses fem gen sg (epic ionic) Ἱπποδαμείη fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποδάμειαν — Ἱπποδάμεια tamer of horses fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • ιπποδάμειος — α, ο(ον) (ΑΜ ἱπποδάμειος, α και ος, ον) νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. ζωολ. ιπποδάμεια γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας κοκκινελίδες μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱπποδάμειος ο ιππέας αρχ. 1. η αγορά τού Πειραιά, η οποία κατασκευάστηκε από τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»