-
1 Ιπποδαμεια
Iἥ Гипподамия1) жена Пирифоя, мать Полипэта Hom.2) дочь Анхиса, жена Алкафоя Hom.3) служанка Пенелопы Hom.4) дочь Эпомая, жена Пелопа Pind.IIи Ἱπποδᾰμία ἥ площадь Гипподама ( в Пирее) Dem. -
2 Ιπποδαμια
ἡ Dem. v. l. = Ἱπποδάμεια См. Ιπποδαμεια II -
3 Βρισηις
-
4 Ιπποδαμειος
2Ἱ. ἀγορά Xen. - Ἱπποδάμεια II;
Ἱ. τρόπος Arst. — Гипподамова система, т.е. правильная планировка города
См. также в других словарях:
Ἱπποδαμεία — Ἱπποδαμείᾱ , Ἱπποδάμεια tamer of horses fem nom/voc/acc dual Ἱπποδαμείᾱ , Ἱπποδαμείη fem nom/voc/acc dual Ἱπποδαμείᾱ , Ἱπποδαμείη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποδαμείᾳ — Ἱπποδαμείᾱͅ , Ἱπποδάμεια tamer of horses fem dat sg (attic doric aeolic) Ἱπποδαμείᾱͅ , Ἱπποδαμείη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποδάμεια — tamer of horses fem nom/voc sg Ἱπποδάμειον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπποδάμεια — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Οινόμαου, βασιλιά της Ήλιδας, και της Πλειάδας Στερόπης (ή της Δαναΐδας Ευρυθόης ή της Ευαρέτης, κόρης του Ακρίσιου και αδελφής του Λευκίππου). Σύμφωνα με τη μυθολογία, οι υποψήφιοι για τον γάμο με την I.… … Dictionary of Greek
Ἱπποδαμείας — Ἱπποδαμείᾱς , Ἱπποδάμεια tamer of horses fem acc pl Ἱπποδαμείᾱς , Ἱπποδάμεια tamer of horses fem gen sg (attic doric aeolic) Ἱπποδαμείᾱς , Ἱπποδαμείη fem acc pl Ἱπποδαμείᾱς , Ἱπποδαμείη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποδαμείαν — Ἱπποδαμείᾱν , Ἱπποδαμείη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποδαμείης — Ἱπποδάμεια tamer of horses fem gen sg (epic ionic) Ἱπποδαμείη fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποδάμειαν — Ἱπποδάμεια tamer of horses fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
ιπποδάμειος — α, ο(ον) (ΑΜ ἱπποδάμειος, α και ος, ον) νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. ζωολ. ιπποδάμεια γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας κοκκινελίδες μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱπποδάμειος ο ιππέας αρχ. 1. η αγορά τού Πειραιά, η οποία κατασκευάστηκε από τον… … Dictionary of Greek