Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ἱέρωνα

См. также в других словарях:

  • Ἱέρωνα — Ἱέρων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίτνα — I Ενεργό ηφαίστειο της νότιας Ιταλίας, του οποίου ο κώνος (3.340 μ.) υψώνεται κοντά στην ανατολική ακτή της Σικελίας, Β ΒΔ της Κατάνης. Οι διαδοχικές εκρήξεις του έχουν δημιουργήσει πολλούς ηφαιστειακούς κρατήρες, από τους οποίους διατηρούνται… …   Dictionary of Greek

  • Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… …   Dictionary of Greek

  • Συρακούσες — Όνομα δύο πόλεων, μια στην Ευρώπη και η άλλη στην Αμερική. 1. Πόλη της Σικελίας (ιταλ. Siracusa), πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.109 τ. χλμ., με 125.445 κατ.). Έδρα σημαντικών βιομηχανιών μεταλλουργίας, χημικών προϊόντων, τροφίμων και… …   Dictionary of Greek

  • πολύζηλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αδελφός των τυράννων των Συρακουσών Γέλωνα και Ιέρωνα. Με τον θάνατο του Γέλωνα παντρεύτηκε τη χήρα του και ανέλαβε τη στρατηγία. Ήρθε σε σύγκρουση με τον αδελφό του Ιέρωνα που είχε αναλάβει την αρχή, αλλά η σύρραξη… …   Dictionary of Greek

  • Άκρα ή Άκραι — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Σικελίας, αποικία των Συρακουσών. Ιδρύθηκε το 664 π.Χ. για στρατιωτικούς σκοπούς, γρήγορα όμως απέκτησε αστική φυσιογνωμία. Στην πόλη στρατοπέδευσε το 357 π.Χ. ο Δίων στην ένοπλη ρήξη του με τον τύραννο… …   Dictionary of Greek

  • Βακχυλίδης — (Ιουλίδα Κέας 518; – περ. 450 π.Χ.). Χορικός λυρικός ποιητής. Γιος της αδελφής του Σιμωνίδη του Κείου, άκμασε γύρω στο 467 π.Χ. (κατά το Χρονικόν του Ευσεβίου) και φαίνεται πως πέθανε κατά τα μέσα του 5ου αι. Το έργο του έγινε γνωστό το 1896,… …   Dictionary of Greek

  • Γέλων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γ. Α’ (περ. 540 – 478 π.Χ.). Τύραννος της Γέλας και των Συρακουσών, γιος του Δεινομένη. Καταγόταν από τον ιεραρχικό οίκο του Τηλίνη, ιερέα των χθόνιων θεοτήτων, από την Τήλο. Αρχικά, αρχηγός ιππικού του τυράννου της… …   Dictionary of Greek

  • Δεινομένης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πατέρας των τυράννων των Συρακουσών Ιέρωνα Α’ και Γέλωνα (6ος 5ος αι. π.Χ.). 2. Γιος του Ιέρωνα Α’, τυράννου των Συρακουσών (5ος αι. π.Χ.). Διορίστηκε από τον πατέρα του διοικητής της νεοϊδρυθείσας πόλης Αίτνας… …   Dictionary of Greek

  • Θρασυδαίος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ηγεμόνας της Λάρισας (5ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από το γένος των Αλευαδών. Αφού επιχείρησε, μάταια, μαζί με τον Θώρακα και τον Ευρύπολο να αντιμετωπίσει τον Ξέρξη, μήδισε και πέρασε στο περσικό… …   Dictionary of Greek

  • βασιλιάς — ο και βασιλεύς και βασιλέας και βασιλές και βασιλιός (θηλ. βασίλισσα, η) (AM βασιλεύς, Μ και βασιλέας θηλ. AM βασίλισσα και βασιλίς, Α και βασιλέα και βασίλεια και βασιληΐς) 1. ο κληρονομικός ανώτατος άρχοντας του κράτους 2. πρώτος ή έξοχος μέσα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»