-
1 ισοκρατης
2обладающий равной силой, равноправный(ἰσοκρατεῖς καὴ ὁμότιμοι Plut.)
ἰσοκρατέες ὁμοίως αἱ γυναῖκες τοῖσι ἀνδράσι Her. — (у исседонов) женщины совершенно равноправны с мужчинами -
2 Ισοκρατης
- ους ὅ Исократ1) сын Теодора, уроженец Афин, один из 10 крупнейших атт. ораторов, 436-338 гг. до н.э., окончил жизнь самоубийством после того, как Филипп Македонский разбил афинские и беотийские войска при Херонее Plat., Arst., Luc., Plut.2) один из коринфских военачальников во время Пелопоннесской войны Thuc. -
3 ισοκράτης
ισοκράτης οпевчий, держащий исон, см. ίσον, ισοκράτημα
См. также в других словарях:
Ἰσοκράτης — masc acc pl (attic epic doric) Ἰσοκράτης masc nom/voc pl (doric aeolic) Ἰσοκράτης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοκρατής — of equal power masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοκρατής — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… … Dictionary of Greek
ισοκράτης — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… … Dictionary of Greek
Ισοκράτης — ο κύριο όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισοκράτης — ο 1. (βυζ. μουσ.), αυτός που με τη φωνή του κρατά το «ίσο» στην ψαλμωδία. 2. (μουσ.), ο εξακολουθητικός χαμηλός φθόγγος από τον οποίο διέρχονται ποικίλες σύμφωνες ή ξένες συγχορδίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσοκράτης — ἰ̱σοκράτης , ἰσοκρατέω to be of equal force imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἰσοκρατέω to be of equal force imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοκρατῆ — ἰσοκρατής of equal power neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰσοκρατής of equal power masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰσοκρατής of equal power masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσοκράτει — Ἰσοκράτης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Ἰσοκράτεϊ , Ἰσοκράτης masc dat sg (epic ionic) Ἰσοκράτης masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοκρατές — ἰσοκρατής of equal power masc/fem voc sg ἰσοκρατής of equal power neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσοκράτη — Ἰσοκράτης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Ἰσοκράτης masc acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)