Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Ἰσοκράτης

См. также в других словарях:

  • Ἰσοκράτης — masc acc pl (attic epic doric) Ἰσοκράτης masc nom/voc pl (doric aeolic) Ἰσοκράτης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοκρατής — of equal power masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοκρατής — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… …   Dictionary of Greek

  • ισοκράτης — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… …   Dictionary of Greek

  • Ισοκράτης — ο κύριο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισοκράτης — ο 1. (βυζ. μουσ.), αυτός που με τη φωνή του κρατά το «ίσο» στην ψαλμωδία. 2. (μουσ.), ο εξακολουθητικός χαμηλός φθόγγος από τον οποίο διέρχονται ποικίλες σύμφωνες ή ξένες συγχορδίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰσοκράτης — ἰ̱σοκράτης , ἰσοκρατέω to be of equal force imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἰσοκρατέω to be of equal force imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοκρατῆ — ἰσοκρατής of equal power neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰσοκρατής of equal power masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰσοκρατής of equal power masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσοκράτει — Ἰσοκράτης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Ἰσοκράτεϊ , Ἰσοκράτης masc dat sg (epic ionic) Ἰσοκράτης masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοκρατές — ἰσοκρατής of equal power masc/fem voc sg ἰσοκρατής of equal power neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσοκράτη — Ἰσοκράτης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Ἰσοκράτης masc acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»