-
1 Ιερουσαλημ
ἡ NT. = Ἱεροσόλυμα См. Ιεροσολυμα -
2 Ιερουσαλήμ
Ιερουσαλήμ ηИерусалим – главный город Иудеи и всей Палестины, расположенный в южной части Палестины между Иорданом и Средиземным морем на четырех холмах. Священный город для христиан, принадлежаший сегодня государству ИзраильЭтим.< евр. Yerusalayim. Древние египетские надписи содержат имя Urusalimmi, которое могло бы означать «дом мира» (uru «дом, город», salom «мир»). Арабское название Иерусалима – Al-quds «священная»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Ιερουσαλήμ
-
3 Ἰερουσαλήμ
{собств., 82}См. описание в 2414 ( Ἱεροσόλυμα). См. евр. 3389 (םלִַָשׁוּריְ).Ссылки: Мф. 23:37; Мк. 11:1; Лк. 2:25, 38, 41, 43, 45; 4:9; 5:17; 6:17; 9:31, 51, 53; 10:30; 13:4, 22, 33, 34; 17:11; 19:11; 21:20, 24; 23:28; 24:13, 18, 33, 47, 49, 52; Деян. 1:8, 12, 19; 2:5, 14; 4:6, 16; 5:16, 28; 6:7; 8:25-27; 9:2, 13, 21, 26, 28; 10:39; 12:25; 13:27, 31; 15:2, 4; 16:4; 19:21; 20:22; 21:4, 11-13, 15, 31; 22:5, 17, 18; 23:11; 24:11; 25:3, 20; Рим. 15:19, 25, 26, 31; 1Кор. 16:3; Гал. 4:25, 26; Евр. 12:22; Откр. 3:12; 21:2, 10.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Ἰερουσαλήμ
-
4 Ιερουσαλήμ
{собств., 82}См. описание в 2414 ( Ἱεροσόλυμα). См. евр. 3389 (םלִַָשׁוּריְ).Ссылки: Мф. 23:37; Мк. 11:1; Лк. 2:25, 38, 41, 43, 45; 4:9; 5:17; 6:17; 9:31, 51, 53; 10:30; 13:4, 22, 33, 34; 17:11; 19:11; 21:20, 24; 23:28; 24:13, 18, 33, 47, 49, 52; Деян. 1:8, 12, 19; 2:5, 14; 4:6, 16; 5:16, 28; 6:7; 8:25-27; 9:2, 13, 21, 26, 28; 10:39; 12:25; 13:27, 31; 15:2, 4; 16:4; 19:21; 20:22; 21:4, 11-13, 15, 31; 22:5, 17, 18; 23:11; 24:11; 25:3, 20; Рим. 15:19, 25, 26, 31; 1Кор. 16:3; Гал. 4:25, 26; Евр. 12:22; Откр. 3:12; 21:2, 10.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Ιερουσαλήμ
-
5 Ἰερουσαλὴμ
ИерусалимИерусалима Иерусалиме [в] Иерусалиме Иерусалиму ἸερουσαλήμΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἰερουσαλὴμ
-
6 Ἰερουσαλήμ
ИерусалимИерусалима Иерусалиме Иерусалиму ἸερουσαλὴμΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἰερουσαλήμ
-
7 Ἰερουσαλήμ
Иерусалим; см. евр. (יְרוּשָׂלִַם) и (Ἱεροσόλυμα).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἰερουσαλήμ
-
8 Ιεροσολυμα
-
9 κυκλοω
тж. med.1) окружать, обступать(τινα NT.)
2) окружать, опоясывать(χθόνα, πόλιν Ἄρει φονίῳ Eur.; κυκλομένη ὑπὸ στρατοπέδων Ἱερουσαλήμ NT.)
κυκλοῦσθαι τοὺς Ἕλληνας ἐς μέσον Her. — взять в кольцо греков;οὗτοι ἂν εἰδεῖεν, εἰ οἱ κυκλούμενοι κυκλωθεῖεν Xen. — пусть они присмотрят, не оказались бы (сами) окружающие окруженными3) вводить вращательным движением, ввинчивать, вкручивать(δαλὸν ἐν Κύκλωπος ὄψει Eur.)
4) кружить, волновать(τέν θάλασσαν Polyb.; перен. δίναις κυκλούμενον κέαρ Aesch.)
5) сгибать в круг(τόξα Anth.)
6) обводить кругом -
10 ξυναναβαινω
1) вместе в(о)сходитьσ. τινὴ τὸ ἅρμα Luc. — вместе с кем-л. садиться в колесницу
2) вместе отправляться (вглубь страны)οἱ τῷ Κύρῳ συναναβάντες Xen., Isocr. — те, которые отправились с Киром внутрь страны -
11 συναναβαινω
1) вместе в(о)сходитьσ. τινὴ τὸ ἅρμα Luc. — вместе с кем-л. садиться в колесницу
2) вместе отправляться (вглубь страны)οἱ τῷ Κύρῳ συναναβάντες Xen., Isocr. — те, которые отправились с Киром внутрь страны -
12 Ιεροσόλυμα
τα, Ιερουσαλήμ η г. Иерусалим -
13 Ιεροσόλυμα
Ιεροσόλυμα ταИерусалим (эллинизированное название города):Πατριάρχης Ιεροσολύμων — Патриарх Иерусалима, см. Ιερουσαλήμ
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Ιεροσόλυμα
-
14 2419
{собств., 82}См. описание в 2414 ( Ἱεροσόλυμα). См. евр. 3389 (םלִַָשׁוּריְ).Ссылки: Мф. 23:37; Мк. 11:1; Лк. 2:25, 38, 41, 43, 45; 4:9; 5:17; 6:17; 9:31, 51, 53; 10:30; 13:4, 22, 33, 34; 17:11; 19:11; 21:20, 24; 23:28; 24:13, 18, 33, 47, 49, 52; Деян. 1:8, 12, 19; 2:5, 14; 4:6, 16; 5:16, 28; 6:7; 8:25-27; 9:2, 13, 21, 26, 28; 10:39; 12:25; 13:27, 31; 15:2, 4; 16:4; 19:21; 20:22; 21:4, 11-13, 15, 31; 22:5, 17, 18; 23:11; 24:11; 25:3, 20; Рим. 15:19, 25, 26, 31; 1Кор. 16:3; Гал. 4:25, 26; Евр. 12:22; Откр. 3:12; 21:2, 10.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2419
См. также в других словарях:
Ιερουσαλήμ ή Ιεροσόλυμα — (εβρ. Yerushalayim, αραβ. Al Quds). Πόλη (622.091 κάτ. το 1997) του Ισραήλ. Βρίσκεται στο κεντρικό υψίπεδο της ιστορικής και γεωγραφικής περιοχής της Παλαιστίνης, στην ιστορική περιοχή της Ιουδαίας και σε υψόμετρο που ποικίλλει από περίπου 720 μ … Dictionary of Greek
Ιερουσαλήμ — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 26 Ιουλίου … Dictionary of Greek
Ιερουσαλήμ — η βλ. Ιεροσόλυμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιώσηπος — (Ιερουσαλήμ 37/38 μ.Χ. – Ρώμη; περ. 100 μ.Χ.).Ιουδαίος ιστορικός. Καταγόταν από ιερατικό γένος και ανήκε στη μερίδα των Φαρισαίων. Αφού παρέμεινε για κάποιο διάστημα στη Ρώμη επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου έλαβε μέρος στην εξέγερση εναντίον των … Dictionary of Greek
Ματθίας — (; – Ιερουσαλήμ 61/4). Απόστολος και μάρτυρας. Με πρόταση του απόστολου Πέτρου και απόφαση των αποστόλων αναδείχθηκε, μετά τη σταύρωση του Ιησού, διάδοχος του Ιούδα. Σύμφωνα με την παράδοση κήρυξε στην Ιουδαία και στη Μακεδονία. Δολοφονήθηκε από… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Σταυροφορίες — Ονομάζονται έτσι οι πολεμικές εκείνες επιχειρήσεις των Δυτικοευρωπαίων (11ος 13ος αι.), που εγκαινιάζονται με πρωτοβουλία των παπών και στόχο την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Μωαμεθανούς και ειδικότερα από τους Σελτζούκους Τούρκους, και… … Dictionary of Greek
Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… … Dictionary of Greek
Βαλδουίνος — I (Baldwin). Όνομα δύο Λατίνων αυτοκρατόρων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. 1. Β. Α’ (1171 1205). Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1204 5). Κόμης της Φλάνδρας, από τους αρχηγούς της Δ’ Σταυροφορίας (1202) και –μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης– ο… … Dictionary of Greek