Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Ἰερουσαλὴμ

См. также в других словарях:

  • Ιερουσαλήμ ή Ιεροσόλυμα — (εβρ. Yerushalayim, αραβ. Al Quds). Πόλη (622.091 κάτ. το 1997) του Ισραήλ. Βρίσκεται στο κεντρικό υψίπεδο της ιστορικής και γεωγραφικής περιοχής της Παλαιστίνης, στην ιστορική περιοχή της Ιουδαίας και σε υψόμετρο που ποικίλλει από περίπου 720 μ …   Dictionary of Greek

  • Ιερουσαλήμ — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 26 Ιουλίου …   Dictionary of Greek

  • Ιερουσαλήμ — η βλ. Ιεροσόλυμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιώσηπος — (Ιερουσαλήμ 37/38 μ.Χ. – Ρώμη; περ. 100 μ.Χ.).Ιουδαίος ιστορικός. Καταγόταν από ιερατικό γένος και ανήκε στη μερίδα των Φαρισαίων. Αφού παρέμεινε για κάποιο διάστημα στη Ρώμη επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου έλαβε μέρος στην εξέγερση εναντίον των …   Dictionary of Greek

  • Ματθίας — (; – Ιερουσαλήμ 61/4). Απόστολος και μάρτυρας. Με πρόταση του απόστολου Πέτρου και απόφαση των αποστόλων αναδείχθηκε, μετά τη σταύρωση του Ιησού, διάδοχος του Ιούδα. Σύμφωνα με την παράδοση κήρυξε στην Ιουδαία και στη Μακεδονία. Δολοφονήθηκε από… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

  • Σταυροφορίες — Ονομάζονται έτσι οι πολεμικές εκείνες επιχειρήσεις των Δυτικοευρωπαίων (11ος 13ος αι.), που εγκαινιάζονται με πρωτοβουλία των παπών και στόχο την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Μωαμεθανούς και ειδικότερα από τους Σελτζούκους Τούρκους, και… …   Dictionary of Greek

  • Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • Βαλδουίνος — I (Baldwin). Όνομα δύο Λατίνων αυτοκρατόρων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. 1. Β. Α’ (1171 1205). Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1204 5). Κόμης της Φλάνδρας, από τους αρχηγούς της Δ’ Σταυροφορίας (1202) και –μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης– ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»