-
1 ιβις
- ῐδος (ион. gen. ιος) ἥ (acc. ἶβιν; pl.: nom. ἴβιες, ион. acc. ἴβῑς) ибис (болотная птица из группы аистовых, считавшаяся в древнем Египте священной) Arph., Plut.ἶ. μέλαινα Her. — черный ибис ( Falcinellus igneus);
-
2 ίβις
-
3 εκκολαπτω
1) сбивать, соскабливать (ударами молотка или резца)(τὸ ἐλεγεῖον Thuc.; ψήφισμα Dem.; sc. τὸ ἐπιγραμμα Plut.)
2) (ударами клюва) помогать вылупиться(νεοττὸν ἄπτερον Luc.; ἐκκεκολαμμένον ᾠόν Arst.; ἥ ἴβις ἐκκολαφθεῖσα Plut.)
См. также в других словарях:
ἶβις — ibis fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίβις — Γενική ονομασία πτηνών της υπόταξης των πελαγομόρφων, της οικογένειας των θρησκειορνιθιδών. Το πιο γνωστό είναι η ί. η ιερά (Τhreskiornis aethiopicus), διαδεδομένο στην Αφρική (εκτός από τις νοτιοανατολικές περιοχές της) και σε μερικές ζώνες της… … Dictionary of Greek
ἴβις — ἴβῑς , ἶβις ibis fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ἶβις ibis fem nom sg (ionic) ἴ̱βῑς , ἶβις ibis fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴβεις — ἶβις ibis fem nom/voc pl (attic epic ionic) ἶβις ibis fem nom/acc pl (attic ionic) ἴ̱βεις , ἶβις ibis fem nom/voc pl (attic epic) ἴ̱βεις , ἶβις ibis fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴβεσι — ἶβις ibis fem dat pl (ionic) ἴ̱βεσι , ἶβις ibis fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴβιες — ἶβις ibis fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) ἴ̱βιες , ἶβις ibis fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴβιος — ἶβις ibis fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἴ̱βιος , ἶβις ibis fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴβιν — ἶβις ibis fem acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἶβιν — ἶβις ibis fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιβιοτάφος — ἰβιοτάφος, ὁ (Α) ο νεκροθάφτης τού ιερού πτηνού ίβις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίβις, ιος + ταφος < θ. ταφ : τάφ ος, ε τάφ ην), πρβλ. ά ταφος] … Dictionary of Greek
ιβιών — ἰβιών, ῶνος, ὁ (Α) [ίβις] μικρός ναός τού ιερού πτηνού ίβις … Dictionary of Greek