-
1 ίζου
ἵ̱ζου, ἵζωsi-sd-o: imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)ἵζωsi-sd-o: pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)ἵζωsi-sd-o: imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) -
2 ἵζου
ἵ̱ζου, ἵζωsi-sd-o: imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)ἵζωsi-sd-o: pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)ἵζωsi-sd-o: imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) -
3 ἵζω
ἵζω (vgl. ἕζω, ἕδος), dor. ἵσδω, – 1) setzen, niedersitzen lassen; μή μ' ἐς ϑρόνον ἵζε Il. 24, 553; so lies't Bekker mit Zenodot. 2, 53 βουλὴν – ἷζε γερόντων, wo Wolf mit Aristarch. βουλή las; ἵζει τέταρτον τόνδε μάντιν ἐν ϑρόνοις Aesch. Eum. 18; einzeln bei sp. D., wie Ap. Rh. 2, 36. – 2) gew. sich setzen, sitzen; Il. 2, 96. 792; αὐτὸς δ' ἀντίον ἶζεν Od. 14, 79; ἷζεν ἐν μέσσοισι, er saß in der Mitte, Il. 20, 15; ἵζειν εἰς ϑρόνον, sich auf einen Stuhl setzen, Od. 8, 469; auch ἐπί τι, 16, 365, u. ἐπί τινος, 17, 339. Anders ἵζ' ἐπὶ δεῖπνον, setze dich zum Mahle, Od. 24, 394, wie ἵζω ἐπὶ κώπην, ans Ruder, Ar. Ran. 199; ἐπὶ κώπᾳ πηδαλίῳ τε ἵζει, am Ruder, Eur. Alc. 443; – εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζουσαν πόλιν Pind. Ol. 11, 37; ϑάρσος εὐπιϑὲς ἵζει φρενὸς φίλον ϑρόνον Aesch. Ag. 982, getroster Muth besetzt, nimmt den Thron ein; εἰς παλαιὸν ϑᾶκον ὀρνιϑοσκόπον ἵζων Soph. Ant. 987; τοὺς ἀδίκους βωμὸν οὐχ ἵζειν ἐχρῆν Eur. Ion 1314, wie ὃν ἵζειν φὴς σὺ κλωπικὰς ἕδρας Rhes. 512; in Prosa, ϑρόνον, ἐς ὃν ἴζων ἐδίκαζεν, auf den er sich setzte, also auf dem sitzend er Recht sprach, Her. 5, 25; τὰ κοῦφα εἰς ἑτέραν ἵζει φερόμενα ἕδραν Plat. Tim. 53 a. – 31 in derselben Bdtg das med.; ἔνϑ' ἄρα τοίγ' ἵζοντο, sie legten sich in Hinterhalt, Il. 18, 522; ἵζευ, setze dich, 3, 162; ἵζου Aesch. Eum. 80; ἐν ἁγνῷ ἵζεσϑε Suppl. 221; ἐς ϑρόνους ἵζου Eur. Ion 1618; mit dem bloßen acc., μήτ' ἀλσώδεις ἵζου κρήνας I. A. 141; ἐν τῷ Ταύγέτῳ u. ἐς τὸν Ταΰγετον, Her. 4, 145. 146; öfter von Soldaten, sich lagern, ἐς τὸν Ἰσϑμὸν ἵζοντο, 8, 71; – sich senken, versinken, ἡ νῆσος ἱζομένη πηλὸν παρέσχετο Plat. Tim. 25 d. – Gewöhnlicher ist bei den Attikern καϑίζω. Den aor. ἵζησα haben erst Sp., wie D. Cass. 50, 2; früher, wie in allen aufgeführten Beispielen, kommt nur praes. u. impf. vor.
-
4 ιζω
(impf. эп. iter. ἵζεσκον; fut. и aor. только поздн.)1) тж. med. садиться(ἐπὴ θρόνου, ἐς θρόνον Hom.; ἐς τὰ πρόθυρα τῶν οἰκίων, ἐπὴ τὸ δεῖπνον Her.)
ἵζε, πέπον Hom. — садись, голубчик;ἵζευ ἐμεῖο Hom. — сядь со мною;μέ ἵζου κρήνας Eur. — не садись (отдыхать) у источников;μερμήριζε, ἢ Διὸς ποτὴ βωμὸν ἵζοιτο Hom. — (Фемий) обдумывал, не сесть ли (т.е. не искать ли ему защиты) у алтаря Зевса;2) сидеть(ἐπ΄ ἄκριας Hom.; ἐπὴ πηδαλίῳ Eur.)
ὅ θρόνος, ἐς τὸν ἵζων ἐδίκαζε Her. — кресло, сидя в котором ( или садясь в которое Сисамн) творил суд3) сажать(τινὰ ἐς θρόνον Hom.; τινὰ ἐν θρόνοις Aesch.)
4) (о совете, совещании) собирать, созывать, устраивать(βουλέν γερόντων Hom.)
5) тж. med. садиться в засаду, залечь(ἵζεσθαι ἐν ποταμῷ Hom.)
ἵ. κλωπικὰς ἕδρας Eur. — залечь в засаду, притаиться6) med. ( об армии) располагаться, размещаться, занимать позиции(ἐν τῷ Ἰσθμῷ и ἐς τὸν Ἰσθμόν Her.)
7) тж. med. опускаться, погружаться(ἵ. εἰς ὀχετὸν ἄτας Pind.)
ἥ νῆσος ἱζομένη Plat. — осевший (на дно океана) остров (Атлантида) -
5 προσκιγκλίζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσκιγκλίζομαι
См. также в других словарях:
ἵζου — ἵ̱ζου , ἵζω si sd o imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) ἵζω si sd o pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἵζω si sd o imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Καβαμπάτα, Γιασουνάρι — (Yasunari Kawabata, Οσάκα 1899 – Τόκιο 1972). Ιάπωνας συγγραφέας. Αφού σπούδασε ζωγραφική, γεγονός που επέδρασε στη διαμόρφωση και εξέλιξή του ως συγγραφέα, αναγορεύθηκε διδάκτορας της αγγλικής και ιαπωνικής φιλολογίας στο Τόκιο (1924). Ως… … Dictionary of Greek
λετρισμός — (γαλλ. lettrisme, από το lettre = γράμμα). Λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό ρεύμα το οποίο εμφανίστηκε στη Γαλλία περίπου το 1945. Στα ελληνικά ο όρος αποδίδεται και ως αντιλεξισμός. Στη λογοτεχνία, και ειδικότερα στην ποίηση, ο λ. επιδιώκει την… … Dictionary of Greek