Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἵεσαν

См. также в других словарях:

  • ἵεσαν — ἵημι Ja c io imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἵ̱εσαν , ἵημι Ja c io imperf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίεμαι — (Α) 1. φεύγω γρήγορα 2. φοβάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο ρ. συγγενές προς το διώκω*. Εξαιρουμένου τού τ. δίε «φοβήθηκα», θεματ. αόρ. που συνδέεται μάλλον με τα δέδοικα, δείδω*, από μορφολογικής απόψεως δύο μόνο είναι οι μαρτυρούμενοι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»