-
1 Ίριδα
-
2 Ἴριδα
-
3 ίριδα
-
4 ἴριδα
-
5 ἶρις
ἶρις, ιδος, auch ιος u. εως, Sp., ἡ (f, nom. pr.), – 1) der Regenbogen, Arist. Meteorl. 3, 2, 4 u. a. Sp.; Il. 11, 27 heißen Drachen ihrer schillernden Farbe wegen ἴρισσιν ἐοικότες. So heißen auch ähnliche farbige Kreise um den Mond u. die Lichtflamme, Arist. meteorol. 3, 4; um die Augen des Pfauenschwanzes, Luc. dom. 11; bes. auch der farbige Kreis im Auge, die Iris, Medic. – 2) die Pflanze Iris, eine Lilienart, Theophr. u. A., die nach Eust. ἰρίς betont werden soll, wie auch Schol. Nic. Al. 406 ( ἴριδα) sagt; aus ihr wurde eine Salbe bereitet, s. ἴρινος. – Nach Hesych. auch eine Art Kuchen; u. der Krystall, von seiner Farbenspiegelung.
-
6 iris
1) (the coloured part of the eye.) ίριδα2) (a kind of brightly-coloured flower with sword-shaped leaves.) (το φυτό) ίρις -
7 касатик
-
8 оболочка
-и θ.1. περίβλημα, περικάλυμμα•оболочка плода η φλούδα του καρπού•
оболочка земли φλοιός της γης•
оболочка пули το περίβλημα της βολίδας.
2. υμένας, χιτώνας•роговая оболочка глаза κερατοειδής χιτώνας του ματιού•
сетчатая оболочка глаза αμφιβληστροειδής χιτώνας του ματιού•
ридужная оболочка глаза ίριδα του ματιού.
|| μτφ. όψη, εξωτερική μορφή.3. η σφαίρα του αεροστάτου. -
9 радуга
-и θ.ουράνιο τόξο, ίριδα. -
10 радужина
-ы θ.η ίριδα του ματιού. -
11 радужный
επ.1. ιριώδης.2. μτφ. φωτεινός, λαμπρός• εύθυμος•-ое будущее φωτεινό μέλλον•
-ое настроение φαιδρότητα, ευθυμία•
-ая надежда φωτεινή ελπίδα.
εκφρ.- ая оболочка – ίριδα του ματιού: видеть(представлять) в -ом свете παρουσιάζω (όλα) ρόδινα. -
12 сабельник
-а α.το κρίνο, η ίριδα (φυτό ή λουλούδι). -
13 Ἶρις
Ἶρις, ιδος, ἡ, acc. Ἶριν, voc. Ἶρι:— Iris, the messenger of the gods among themselves, Il.8.398 (never in Od.), Hes.Th. 780, etc. (Perh. fr. Ϝῖρις, cf.Aὠκέα Ἶρις Il.2.786
, al., Hes. l.c.;ὦκα δὲ Ἶρις Il.23.198
(Pap.); possibly also fr. Ἐϝῖρις: Εἶρις is the name of a ship, IG22.1611c137 (iv B.C.), but ἶρις is written in Michel832 (Samos, iv B.C.): allegorized as προφορικὸς λόγος and derived from εἴρω by Stoic.2.43.)II as Appellat., [full] ἶρις, ἡ, gen.ἴριδος Thphr.CP6.11.13
, also εως Androm. ap. Gal.14.43, POxy.1088.34 (i A.D.), Gp.6.8.1; acc. ἶριν Michel l.c., Plu.2.664e, ; [dialect] Ep. dat. pl. ἴρισσιν (v. infr.):— rainbow,δράκοντες.., ἴρισσιν ἐοικότες, ἅς τε Κρονίων ἐν νέφεϊ στήριξε, τέρας μερόπων ἀνθρώπων Il.11.27
, cf.Arist.Mete. 375a1, Epicur. Ep.2p.51U.2 any bright-coloured circle surrounding another body, as the lunar rainbow, Arist.Mete. 375a18; halo of candle, Thphr.Sign.13; round the eyes of a peacock's tail, Luc.Dom.11; the iris of the eye, Ruf.Onom.24, [Gal.] 14.702; also, section through the ciliary region, Gal.UP10.2.3 iridescent garment, Michell.c.4 various species of the botanical genus iris, e.g. the purple Iris, I. germanica or pallida,εὐάνθεμον ἶριν AP4.1.9
(Mel.);τὸ ἄνθος πολλὰς ἔχει ἐν αὑτῷ ποικιλίας Arist.Col. 796b26
, cf. Plin.HN21.40; also, the white variety of it, I. florentina, from the rhizome of which the orris-root of commerce is made, Thphr.HP1.7.2, CP6.11.13, etc.;ἶρις Ἰλλυρική Dsc.1.1
, cf. Plin.HN13.14: in this sense some wrote it oxyt. [full] ἰρίς, ίδος, Eust.391.33, Sch.Nic.l.c.5 a precious stone, Plin.HN 37.136.
См. также в других словарях:
ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… … Dictionary of Greek
Ίριδα — η δευτερεύουσα θεότητα των αρχαίων Eλλήνων, αγγελιοφόρος των θεών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ίριδα — η 1. ουράνιο τόξο: Τα χρώματα της ίριδας. 2. τμήμα του χιτώνα του ματιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἴριδα — Ἴ̱ριδα , Ἶρις rainbow fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴριδα — ἴ̱ριδα , Ἶρις rainbow fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουράνιο τόξο ή ίρίδα — Οπτικό φαινόμενο, που οφείλεται στην ανάκλαση, διάθλαση και ανάλυση του ηλιακού φωτός από τις αιωρούμενες στην ατμόσφαιρα υδροσταγόνες της βροχής. Το φαινόμενο εκδηλώνεται με την εμφάνιση ομοκεντρικών κυκλικών τόξων, τα οποία έχουν τα χρώματα του … Dictionary of Greek
ιριδίζω — [ίριδα] εμφανίζω τα χρώματα τής ίριδας, παρουσιάζω ιριδισμούς … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
ιριδικός — ή, ό [ίριδα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ίριδα … Dictionary of Greek
Θαύμας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου ήταν γιος του Πόντου και της Γαίας και αδελφός του Νηρέα, του Φόρκυος, της Ευρυβίης και της Κητούς. Ήταν σύζυγος της Ωκεανίδας Ηλέκτρας και απέκτησε μαζί της την Ίριδα και τις… … Dictionary of Greek
Liste Des Prénoms Grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français