-
1 ίστορ
-
2 ἵστορ
-
3 ίστορ'
ἴστορα, ἵστωρone who knows law and right: masc /fem acc sgἴστορι, ἵστωρone who knows law and right: masc /fem dat sgἴστορε, ἵστωρone who knows law and right: masc /fem nom /voc /acc dual -
4 ἴστορ'
ἴστορα, ἵστωρone who knows law and right: masc /fem acc sgἴστορι, ἵστωρone who knows law and right: masc /fem dat sgἴστορε, ἵστωρone who knows law and right: masc /fem nom /voc /acc dual -
5 ἱστορέω
A inquire into or about a thing, τι Hdt.2.113, A. Pr. 632, etc.;περί τινος Plb.3.48.12
; also, inquire about a person, τινα S.OT 1150, 1156;ὅδ' εἴμ' Ὀρέστης.. ὃν ἱστορεῖς E.Or. 380
, cf. Tr. 261: folld. by relat. clause, .2 examine, observe, χώραν, πόλιν, Plu.Thes.30, Pomp.40, cf. J.AJ1.11.4; τὴν τοῦ Μέμνονος [σύριγγα] OGI694.7;τὴν σύνεσίν τινος Plu.Cic.2
, etc.;τινὰς ἀπολουμένους Gal.11.109
: hence, to be informed about, know,κακῶς τὸ μέλλον ἱστορῶν A.Pers. 454
;πατέρα ἱστορεῖς καλῶς Id.Eu. 455
, cf. Hp.Praec.12: metaph., εἴ τις ἀκτὶς ἡλίου νιν ἱστορεῖ βλέποντα has news of him, A.Ag. 676: folld. by relat.,τὴν πορείαν ἱστορῶν, ὡς δυσδίοδος ὑπάρχει Plb.3.61.3
; read in history, Id.1.63.7.2 c. acc. pers., inquire of, ask, , cf. 3.77; inquire of an oracle, E. Ion 1547; visit a person for the purpose of inquiry,Κηφᾶν Ep.Gal.1.18
:— [voice] Pass., to be questioned,κληθέντας ἱστορέεσθαι εἰ.. Hdt.1.24
;ἱστορούμενος S.Tr. 415
, E.Hel. 1371.b c. dupl.acc., inquire of one about a thing,τί μ' ἱστορεῖς τόδε Id.Ph. 621
, cf. Lyc.1.4 abs., inquire,ἀκοῆ ἱ. Hdt.2.29
, etc.; esp. in part.,ἱστορέων εὕρισκε Id.1.56
, etc.; ; folld. by a relat. word,ἱστόρεόν τε ὅτεῳ τρόπῳ περιγένοιτο Hdt.1.122
.II give an account of what one has learnt, record,τοὺς βίους τῶν χερσαίων Thphr.HP4.13.1
, cf. Luc. Hist.Conscr.7, etc.; ἱστοροῦσί τινες.. it is stated that.., Dsc.4.75, etc.:—freq. in [voice] Pass.,ὁ καρπὸς.. ἐπιλημπτικοὺς ἱστορεῖται ὠφελεῖν Id.1.83
;περί τινος ἱστορεῖται διότι Phld.Mus.p.18K.
;ἱστορεῖται περὶ Γοργοῦς τοιοῦτον Plu.2.227e
, cf. Id.Cic.1, Ael.Tact.34.3, etc.; Ἀπολλόδωρος εἴρηκεν ἀπελθόντας Ὕαντας ἱστορεῖσθαι are represented as having gone, Str.10.3.4; τῶν ἱστορουμένων οὐδενὸς ἧττον πολυπράγμων the most in dustrious person on record, Phld.Mus.p.108K.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱστορέω
-
6 ἱστόρημα
A narrative, tale,φευκτὸν ἱ. Anacreont.4.9
;μυθικὰ ἱ. D.H.2.61
, cf. Plu.Per.1: pl.,μαθήματα καὶ ἱ. Aristid.Or.46(3).28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱστόρημα
-
7 ἱστορητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱστορητέον
-
8 ἱστορία
A inquiry,ἱστορίῃσι εἰδέναι τι παρά τινος Hdt.2.118
, cf. 119;ἡ περὶ φύσεως ἱ. Pl.Phd. 96a
;αἱ περὶ τῶν ζῴων ἱ. Arist.Resp. 477a7
,al.;ἡ ἱ. ἡ περὶ τὰ ζῷα Id.PA 674b16
; ἡ ζωικὴ ἱ. ib. 668b30; περὶ φυτῶν ἱ., title of work by Theophrastus; systematic or scientific observation, Epicur.Ep.1p.29U.: abs., of science generally,ὄλβιος ὅστις τῆς ἱ. ἔσχε μάθησιν E.Fr. 910
(anap.); of geometry, Pythag. ap. lamb.VP18.89: in empirical medicine, body of recorded cases, Gal.1.144; mythology,Ἡσίοδον πάσης ἤρανον ἱστορίης Hermesian.7.22
.2 knowledge so obtained, information, Hdt.1 Praef., Hp.VM20;ὄψις ἐμὴ καὶ γνώμη καὶ ἱ. Hdt.2.99
; πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν for the knowledge of.., D.18.144;ἡ τῆς ψυχῆς ἱ. Arist.de An. 402a4
.II written account of one's inquiries, narrative, history, prob. in this sense in Hdt.7.96;αἱ τῶν περὶ τὰς πράξεις γραφόντων ἱ. Arist.Rh. 1360a37
, Po. 1451b3, Plb.1.57.5, al.; (iii B.C.);αἱ Μαιανδρίου ἱ. Inscr.Prien.37.105
; κοινὴ ἱ. general history, D.H.1.2; ἱ. Ἑλληνική, Ῥωμαϊκή, Plu.2.119d; restricted by some to contemporary history, Lat. rerum cognitio praesentium, Verr.Flacc. ap. Gell.5.18: generally, story, account, Call.Aet.3.1.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱστορία
-
9 ἱστόριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱστόριον
-
10 ἱστόρισμα
A clinical history, Gal.17(1).648 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱστόρισμα
-
11 ἱστοριώδης
ἱστορ-ιώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱστοριώδης
-
12 про
про 1πρόθ. με αιτ. περί, για•про вас говорят дурно για σας μιλάν άσχημα, σας κακολογούν•
про него сочинили целую историю γι αυτόν έφτυχσα.ν ολόκληρη ιστορ ία•
читай про себя διάβασε με το νου σου (όχι φωναχτά)•
я слышал про это άκουσα γι αυτό•
про случай σε περίπτωση•
про всякий случай για κάθε ενδεχόμενο.
про 2στην εκφρ. про и контра υπέρ και κατά.
См. также в других словарях:
ἴστορ' — ἴστορα , ἵστωρ one who knows law and right masc/fem acc sg ἴστορι , ἵστωρ one who knows law and right masc/fem dat sg ἴστορε , ἵστωρ one who knows law and right masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵστορ — ἵστωρ one who knows law and right masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρία — (Ιστορ.). Αντιπροσωπείες που έστελναν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στις πανελλήνιες γιορτές. Σπουδαιότερη θ. των Αθηναίων ήταν εκείνη που παρίστατο στη γιορτή του Δηλίου Απόλλωνα. Επικεφαλής της ήταν ο αρχιθέωρος, που αναλάμβανε όλα τα έξοδα. Τα… … Dictionary of Greek
Filosofía de la historia — Saltar a navegación, búsqueda Fotografía coloreada de la Universidad de Berlín en 1900. Fue la primera universidad en acoger la disciplina de filosofía de la historia. Esta fue introducida por Hegel a principios del s. XIX. La filosofía de la… … Wikipedia Español
Historia de la filosofía de la historia — Portada de Principio de la cienca nueva de Giambattista Vico. La historia de la filosofía de la historia estudia la génesis y evolución de la filosofía de la historia. Existen varias aceptaciones sobre su origen como disciplina: Voltaire en el… … Wikipedia Español
Δεκεμβριστές — Ονομασία που αποδίδεται σε όσους έλαβαν μέρος στις εξεγέρσεις που ξέσπασαν τον Δεκέμβριο του 1825 στην Αγία Πετρούπολη και στη νότια Ρωσία. Με τον ίδιο όρο χαρακτηρίστηκαν επίσης και τα μέλη των μυστικών ενώσεων που είχαν προετοιμάσει τα γεγονότα … Dictionary of Greek
έστε — I (Este). Τοποθεσία της Ιταλίας στην επαρχία της Πάντοβα, η οποία στην αρχαιότητα ήταν ακμαία πόλη με την ονομασία Ατέστε. Κατοικήθηκε πρώτα από λαό αβέβαιης καταγωγής, με τον οποίο αναμείχθηκαν την 2η χιλιετία π.Χ. οι Βενετοί, που ήρθαν από τα… … Dictionary of Greek
αερομέλι — το (Α ἀερόμελι, ιτος) μελιτώδες, κολλώδες και γλυκό έκκριμα τού εντόμου Coccus manniparus που παρασιτεί στα φυτά (φυτόψειρα). Άλλοτε τό χρησιμοποιούσαν συνήθως ως καθαρτικό. Σύμφωνα με το Ιστορ. Λεξ. Ακαδ. Αθ. πρόκειται για το «ἐκ τοῡ ἀέρος μέλι» … Dictionary of Greek
είθε — και είθες και είθενες (AM εἴθε, Α και επικ. αἴθε Μ και ἔθε) μόριο που εκφράζει ευχή, άμποτε, μακάρι νεοελλ. είθε να (με υποτ. για ευχή που μπορεί να εκπληρωθεί ή οριστ. ιστορ. χρόνου για ανεκπλήρωτη ευχή («είθε να μην είχα γεννηθεί») αρχ. (με το… … Dictionary of Greek
πραγματεύομαι — ΝΜΑ, και ιων. τ. πρηγ ματεύομαι, Α [πράγμα, ατος] 1. ασχολούμαι με κάτι 2. διαπραγματεύομαι (α. «νουθετώντας να τά πραγματευθούν με φρονιμάδα» Αραθ. Μυθ. β. «εἶπε πρὸς αὐτούς πραγματεύσασθαι ἐν ᾦ ἔρχομαι», ΚΔ) νεοελλ. εξετάζω ένα θέμα προσεχτικά … Dictionary of Greek
υπήκοος — ο, η / ὑπήκοος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑπάκοος, ον, Α 1. αυτός που υπόκειται στην εξουσία ενός κράτους ή ενός ηγεμόνα (α. «τούς υπέταξε και τούς έκανε υπηκόους του» β. «Πέρσας Μήδων ὑπηκόους ἐποίησε», Ηρόδ.) 2. αυτός που ακολουθεί πιστά τις εντολές … Dictionary of Greek