-
1 ιππηλατης
πᾶς ἱ. καὴ πεδοστιβές λεώς Aesch. — вся конница и пехота
См. также в других словарях:
ποινηλάτης — ὁ, θηλ. ποινηλάτις, ιδος, Μ εκδικητής, τιμωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποινή + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ ηλάτης, με έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ιππηλάτης — ο (ΑΜ ἱππηλάτης και ας, ομηρ. μόνο ίππηλάτα, ως επίθ.) νεοελλ. ιππέας ιπποδρομίου, αναβάτης, αυτός που τρέχει πάνω σε άλογο σε ιππικούς αγώνες, κν. τζόκεϋ || (μσν. αρχ.) αυτός που οδηγεί ίππο ή άρμα αρχ. 1. ο μαχόμενος έφιππος ή πάνω σε άρμα,… … Dictionary of Greek
μηλάτης — και μηλότης, ὁ (Α) ο ποιμένας (α. «μηλόται ποιμένες», Ησύχ. β. «ποιμένων, οἳ καὶ προβατεῑς καλοῡνται καὶ μηλάται», Ευστάθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο. τ. μηλ ότης < μῆλον (II) «κοπάδι, αγέλη ζώων» + κατάλ. ότης (πρβλ. ιππ ότης, τοξ ότης). Το μηλ άτης έχει… … Dictionary of Greek