-
1 ιππίσκος
-
2 ἱππίσκος
-
3 ἱππίσκος
-
4 ἱππίσκος
ἱππίσκος, ὁ, Titel einer Komödie des Alexis; auch ein Frauenschmuck -
5 ἱππίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππίσκος
-
6 ιππίσκον
-
7 ἱππίσκον
-
8 ιππίσκω
-
9 ἱππίσκῳ
-
10 ἵππος
Grammatical information: m. f.Meaning: `horse, mare' (Il.), collective f. `cavalry' (IA)Compounds: Very often in compp.: bahuvrihi ( λεύκ-ιππος), governing compp. ( ἱππό-δαμ-ος, ἱππ-ηλά-της), determin. compp. ( ἱππο-τοξότης); with transformed 2. member ( ἱππο-πόταμος, ἵππ-αγρος for ἵππος ποτάμιος, ἄγριος, Risch IF 59, 287; ἱππο-κορυστής, s. κόρυς); with metr. conditioned ἱππιο- for ἱππο- in ἱππιο-χαίτης, - χάρμης (ep.). As 1. member also augmentative, esp in plant-names ( ἱππο-λάπαθον a. o., Strömberg Pflanzennamen 30).Derivatives: A. Substantives: diminut. ἱππάριον (X.), ἱππίσκος `(small) statue of a horse' (Samos IVa) etc., ἱππίδιον as fishname (Epich.; Strömberg Fischnamen 100). - ἱππότης m. `horse-, chariot-driver' (Il.; in Homer always ἱππότᾰ with voc. = nom.; see Risch Sprachgesch. und Wortbed. 389ff), f. ἱππότις (Nonn.); ἱππεύς `horse-driver, chariot-fighter' (Il.), `cavalrist' (Sapph., A., Hdt.), `knight' as social class (Hdt., Ar., Arist.); from there ἱππεύω, s. C.; also as name of a comet like ἱππίας (Plin., Apul.; Scherer Gestirnnamen 107); ἱππών `stable' (Att. inscr., X.); ἱππάκη `cheese of mare-milk' (Hp.), also plant-name (Strömberg Pflanzennamen 136; formation like ἐριθάκη, ἁλωνάκη a. o.); ἵππερος "horse-fever" (Ar., like ἴκτερος, ὕδερος); ἱπποσύνη `art of driving, cavalry' (Il.; Urs Wyss Die Wörter auf - σύνη 23 u. 49). - B. Adjectives: ἱππάς f. `belonging to a horse, status and census of the knights in Athens' (Hp., Arist.); ἵππειος `belonging to a horse' (Il.); ἵππιος `id.' (Alc., Pi., trag.), often as epithet of gods (Poseidon, Athena etc.); from there Ίππιών as month-name (Eretria); ἱππικός `id.' (IA; Chantraine Et. sur le vocab. gr. 141); ἱππώδης `horse-like' (X.). - C. Verbs: 1. ἱππάζομαι, also with ἀφ-, ἐφ-, καθ- a. o., `drive horses, serve as riding-horse' (Il.) with ἱππασία, ἱππάσιμος, ἱππαστήρ, - άστρια, ἱππαστής, - αστικός, ἵππασμα, ἱππασμός. 2. ἱππεύω `id.' (IA), prop. from ἱππεύς, but also referring to ἵππος (Schwyzer 732), also with prefix, e. g. ἀφ-, καθ-, παρ-, συν-; from there ἱππευτήρ, - τής, ἱππεία, ἵππευσις, ἵππευμα; details in Boßhardt Die Nom. auf - ευς 34f. - Further endless proper-names, both full- and short-names ( Ίππόλυτος, Ίππίας, Ι῝ππη etc.etc.). See E. Delebecque Le cheval dans l'Iliade. Paris 1951.Origin: IE [Indo-European] [301] *h₁eḱuos `horse'Etymology: Inherited word for `horse', e. g. Skt. áśva-, Lat. equus, Venet. acc. ekvon, Celt., e. g. OIr. ech, Germ., e. g. OE eoh, OLith. ešva `mare', Toch. B yakwe, perh. also Thrac. PN Βετεσπιος, give IE *h₁eḱu̯os; further HLuw. aśuwa, Lyc. esbe. From this form we expect Gr. *ἔππος or *ἔκκος (s. Schwyzer 301). A form with geminate is indeed found in ἴκκος (EM 474, 12), Ἴκκος PN (Tarent., Epid.); s. Lejeune, Phonétique 72. (With ἴκκος: ἵππος cf. Pannonian PN Ecco, Eppo.) A problem is the ἰ-; one suggestion was that it is Mycenaean; Cf. W.-Hofmann s. equus, Schwyzer 351. The aspiration is also difficult. - There is no further explanation for the word (connection e.g. with ὠκύς cannot be demonstrated).Page in Frisk: 1,734-735Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἵππος
См. также в других словарях:
ιππίσκος — ἱππίσκος ὁ (Α) (υποκορ. τού ίππος) 1. μικρό άγαλμα ίππου 2. στολίδι τού κεφαλιού 3. ως κύριο όν. Ἱππίσκος τίτλος κωμωδίας τού Αλέξιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. μην ίσκος, πυργ ίσκος)] … Dictionary of Greek
ἱππίσκος — small statue of a horse masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππίσκον — ἱππίσκος small statue of a horse masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππίσκῳ — ἱππίσκος small statue of a horse masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek