-
1 ιππάσιμος
-
2 ἱππάσιμος
-
3 ἱππάσιμος
A fit for horses, fit for riding, Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην, opp. ἄνιππος, Hdt.2.108, cf. 5.63,9.13, X. Cyr.1.4.14, Aen.Tact.6.6, Plb.10.49.5, Onos.31.1, etc.; τὸ ἱππάσιμον, i.e. τὸ πεδινόν, X.HG7.2.12;τὰ ἱ. τῆς χώρας ἄνιππα ποιεῖν Aen.Tact.8.4
: metaph., τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον allowing himself to be ridden by flatterers, Plu.Alex.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππάσιμος
-
4 ιππασίμων
-
5 ἱππασίμων
-
6 ιππάσιμον
-
7 ἱππάσιμον
-
8 ιππασίμη
-
9 ἱππασίμη
-
10 ιππασίμην
-
11 ἱππασίμην
-
12 ιππασίμοις
-
13 ἱππασίμοις
-
14 ιππασίμου
-
15 ἱππασίμου
-
16 ιππασίμους
-
17 ἱππασίμους
-
18 ιππασίμω
-
19 ἱππασίμῳ
-
20 ιππάσιμα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἱππάσιμος — fit for horses masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππάσιμος — η, ο (Α ἱππάσιμος, ασίμη, ον) [ιππάζομαι] (για τόπο) κατάλληλος για ιππασία («Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῡσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην», Ηρόδ.) αρχ. 1. μτφ. αυτός που υποκύπτει στη δύναμη ή στις διαθέσεις τών άλλων («τοῑς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς… … Dictionary of Greek
ἱππασίμων — ἱππάσιμος fit for horses fem gen pl ἱππάσιμος fit for horses masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππάσιμον — ἱππάσιμος fit for horses masc acc sg ἱππάσιμος fit for horses neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίμη — ἱππάσιμος fit for horses fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίμην — ἱππάσιμος fit for horses fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίμοις — ἱππάσιμος fit for horses masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίμου — ἱππάσιμος fit for horses masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίμους — ἱππάσιμος fit for horses masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίμῳ — ἱππάσιμος fit for horses masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππάσιμα — ἱππάσιμος fit for horses neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)