Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἱμάντα

См. также в других словарях:

  • ἱμᾶντα — ἱμάς leathern strap masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱμάντα — ἱ̱μάντα , ἱμάς leathern strap masc acc sg ἱμάς leathern strap masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PHRYGIONES — οἱ βελονοποικιλταὶ, acupictores, dicti Veterib. quos hodie Galli Brodeurs vocant, sicut iisdem opus phrygionicum dicitur ovurage en broderie. Hi variis argumentis vestes, pulvinaria, stragula, soliaria et coetera id genus depingebant. Verro apud… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • αμιαντοτσιμέντο — Μείγμα τσιμέντου και αμιάντου, που απονέμεται με μεγάλη πίεση σε διαδοχικά επάλληλα στρώματα πολύ μικρού πάχους, ώσπου να σχηματιστούν επίπεδες ή κυματοειδείς πλάκες, σωλήνες, στοιχεία σύνδεσης (ρακόρ) κλπ. Στο εμπόριο, το α. κυκλοφορεί με… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • εξαγκυλώ — ἐξογκυλῶ, όω (Α) 1. δένω με δερμάτινο ιμάντα ή βρόχο 2. μέσ. κρατώ ακόντιο από την αγκύλη του, δηλ. από τον ιμάντα που βρισκόταν στη μέση τού ακοντίου και με τον οποίο ο ακοντιστής έριχνε το ακόντιο …   Dictionary of Greek

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • περίζυξ — υγος, ὁ, ἡ, και περίζυγος, ον, Α 1. αυτός που περισσεύει από το ζευγάρι, αυτός που πλεονάζει (α. «περίζυγα ἱμάντα» ιμάντα για να αντικαταστήσει, αν χρειαστεί, τον έναν από τους δύο, Ξεν. β. «ἐνωτίδια περίζυγα», επιγρ.) 2. σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • σειραίος — αία, ον, Α 1. δεμένος με σχοινί ή ιμάντα 2. (για ιμάντα) αυτός με τον οποίο δένεται το άλογο στην άμαξα 3. αυτός που είναι κατασκευασμένος από πλεγμένο σχοινί («δεσμὰ σειραίων βρόχων ἀνήπτομεν πρὸς κίονα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σειρά + κατάλ. αῖος …   Dictionary of Greek

  • τροχαλία — Απλή μηχανή η οποία αποτελείται από ένα δίσκο, που στρέφεται γύρω από έναν άξονα ο οποίος διέρχεται από το κέντρο του. Στην εξωτερική περιφέρεια της τ. υπάρχει αύλακα, στην οποία προσαρμόζεται το σχοινί ή γενικά ένα όργανο έλξης. Η τ. χρησιμεύει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»