-
1 ικετηρια
1) масличная ветвь ( служившая символом мольбы)λαβὼν ἱκετηρίην ἤϊε ἐς τοῦ Κλεομένεος Her. — он отправился к Клеомену с масличной ветвью, т.е. как проситель;
ἱκητηρίαν ἔθηκε παρ΄ ὑμῖν Dem. — он положил перед вами масличную ветвь, т.е. пришел умолять вас;ὑπέρ τινος ἱκετηρίαν τιθέναι εἴς τινα Aeschin. или τινί Plut. — являться к кому-л. с масличной веткой, прося милости для кого-л.;ἱκετηρίαν γόνασιν ἐξάπτω σέθεν τὸ σῶμα τοὐμόν Eur. — словно молящую ветвь маслины, я склоняю свое тело к твоим коленям2) мольба(πολλὰς ἱκετηρίας ποιεῖν Isocr.; δεήσεις τε καὴ ἱκετηρίαι NT.)
θεῶν ἱκετηρίαι Polyb. — моления богам -
2 ἱκετηρία
{сущ., 1}мольба, моление (Евр. 5:7).Синонимы: 155 ( αἴτημα), 1162 ( δέησις), 1783 ( ἔντευξις), 2169 ( εὐχαριστία), 2171 ( εὐχή), 4335 ( προσευχή).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἱκετηρία
-
3 ικετηρία
{сущ., 1}мольба, моление (Евр. 5:7).Синонимы: 155 ( αἴτημα), 1162 ( δέησις), 1783 ( ἔντευξις), 2169 ( εὐχαριστία), 2171 ( εὐχή), 4335 ( προσευχή).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ικετηρία
-
4 ἱκετηρία
мольба, моление; син. αἴτημα, δέησις, ἔντευξις, εὐχαριστία, εὐχή, προσευχή.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἱκετηρία
-
5 ικτηρια
-
6 λευκοστεφης
-
7 αἴτημα
прошение, просьба, просимое, требование, желание; син. δέησις, ἔντευξις, εὐχαριστία, εὐχή, ἱκετηρία, προσευχή; LXX: (שְׂאלָה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αἴτημα
-
8 δέησις
просьба, прошение, моление, молитва; син. αἴτημα, ἔντευξις, εὐχαριστία, εὐχή, ἱκετηρία, προσευχή; LXX: (תְּחִנָּה), (רִנָּה), (תִּפְסַח).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δέησις
-
9 ἔντευξις
просьба, моление, ходатайство; син. αἴτημα, δέησις, εὐχαριστία, εὐχή, ἱκετηρία, προσευχή.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔντευξις
-
10 εὐχαριστία
1. благодарность; 2. благодарение; а также евхаристия (вечеря Господня); син. αἴτημα, δέησις, ἔντευξις, εὐχή, ἱκετηρία, προσευχή.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εὐχαριστία
-
11 εὐχή
1. молитва; син. αἴτημα, δέησις, ἔντευξις, εὐχαριστία, ἱκετηρία, προσευχή; 2. обет.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εὐχή
-
12 προσευχή
1. молитва; 2. место для молитвы; син. αἴτημα, δέησις, ἔντευξις, εὐχαριστία, εὐχή, ἱκετηρία; LXX: (תְּפִלָּה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > προσευχή
-
13 155
{сущ., 3}прошение, просьба, просимое, требование, желание.Синонимы: 1162 ( δέησις), 1783 ( ἔντευξις), 2169 ( εὐχαριστία), 2171 ( εὐχή), 2428 ( ἱκετηρία), 4335 ( προσευχή).Ссылки: Лк. 23:24; Флп. 4:6; 1Ин. 5:15. LXX: 7596 (הָלאֵשְׁ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 155
-
14 αἴτημα
{сущ., 3}прошение, просьба, просимое, требование, желание.Синонимы: 1162 ( δέησις), 1783 ( ἔντευξις), 2169 ( εὐχαριστία), 2171 ( εὐχή), 2428 ( ἱκετηρία), 4335 ( προσευχή).Ссылки: Лк. 23:24; Флп. 4:6; 1Ин. 5:15. LXX: 7596 (הָלאֵשְׁ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αἴτημα
-
15 αίτημα
{сущ., 3}прошение, просьба, просимое, требование, желание.Синонимы: 1162 ( δέησις), 1783 ( ἔντευξις), 2169 ( εὐχαριστία), 2171 ( εὐχή), 2428 ( ἱκετηρία), 4335 ( προσευχή).Ссылки: Лк. 23:24; Флп. 4:6; 1Ин. 5:15. LXX: 7596 (הָלאֵשְׁ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αίτημα
-
16 1162
{сущ., 19}просьба, прошение, моление, молитва.Синонимы: 155 ( αἴτημα), 1783 ( ἔντευξις), 2169 ( εὐχαριστία), 2171 ( εὐχή), 2428 ( ἱκετηρία), 4335 ( προσευχή).Ссылки: Лк. 1:13; 2:37; 5:33; Деян. 1:14; Рим. 10:1; 2Кор. 1:11; 9:14; Еф. 6:18; Флп. 1:4, 19; 4:6; 1Тим. 2:1; 5:5; 2Тим. 1:3; Евр. 5:7; Иак. 5:16; 1Пет. 3:12. LXX: 8467 (הנּ”חִתְּ), 7440 (הנּ”רִ), 8607 (חסַפְתִּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1162
-
17 δέησις
{сущ., 19}просьба, прошение, моление, молитва.Синонимы: 155 ( αἴτημα), 1783 ( ἔντευξις), 2169 ( εὐχαριστία), 2171 ( εὐχή), 2428 ( ἱκετηρία), 4335 ( προσευχή).Ссылки: Лк. 1:13; 2:37; 5:33; Деян. 1:14; Рим. 10:1; 2Кор. 1:11; 9:14; Еф. 6:18; Флп. 1:4, 19; 4:6; 1Тим. 2:1; 5:5; 2Тим. 1:3; Евр. 5:7; Иак. 5:16; 1Пет. 3:12. LXX: 8467 (הנּ”חִתְּ), 7440 (הנּ”רִ), 8607 (חסַפְתִּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δέησις
-
18 δέησις
{сущ., 19}просьба, прошение, моление, молитва.Синонимы: 155 ( αἴτημα), 1783 ( ἔντευξις), 2169 ( εὐχαριστία), 2171 ( εὐχή), 2428 ( ἱκετηρία), 4335 ( προσευχή).Ссылки: Лк. 1:13; 2:37; 5:33; Деян. 1:14; Рим. 10:1; 2Кор. 1:11; 9:14; Еф. 6:18; Флп. 1:4, 19; 4:6; 1Тим. 2:1; 5:5; 2Тим. 1:3; Евр. 5:7; Иак. 5:16; 1Пет. 3:12. LXX: 8467 (הנּ”חִתְּ), 7440 (הנּ”רִ), 8607 (חסַפְתִּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δέησις
-
19 1783
{сущ., 2}просьба, моление, ходатайство (1Тим. 2:1; 4:5).Синонимы: 155 ( αἴτημα), 1162 ( δέησις), 2169 ( εὐχαριστία), 2171 ( εὐχή), 2428 ( ἱκετηρία), 4335 ( προσευχή).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1783
-
20 ἔντευξις
{сущ., 2}просьба, моление, ходатайство (1Тим. 2:1; 4:5).Синонимы: 155 ( αἴτημα), 1162 ( δέησις), 2169 ( εὐχαριστία), 2171 ( εὐχή), 2428 ( ἱκετηρία), 4335 ( προσευχή).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἔντευξις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἱκετηρία — ἱκετηρίᾱ , ἱκετήριος of fem nom/voc/acc dual ἱκετηρίᾱ , ἱκετήριος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκετηρίᾳ — ἱκετηρίᾱͅ , ἱκετήριος of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκετήρια — ἱκετήριος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκετηρίας — ἱκετηρίᾱς , ἱκετήριος of fem acc pl ἱκετηρίᾱς , ἱκετήριος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιτανεία — Ικετήρια πομπή της χριστιανικής θρησκείας, κατά την οποία γίνεται περιφορά ορισμένης εικόνας στην ενορία, ή και πέρα από την περιοχή της, που αποβλέπει στην κατάπαυση, με θεϊκή επέμβαση, δημόσιων κακών που οφείλονται –όπως πιστεύουν όσοι μετέχουν … Dictionary of Greek
ἱκετηρίαι — ἱκετηρίᾱͅ , ἱκετήριος of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκετηρίαν — ἱκετηρίᾱν , ἱκετήριος of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
HICETESIUS Jupiter — h. e. ἱκετηςιος Ζεὺς, deprecabilis videlicet, et qui supplicum preces audit. Hesych. Hinc ἱκετήρια dicuntur, quae ipsae sunt supplicationes et supplicandimodus: et ramus insuper oleae, lanâ obvolutus, quo in his supplicationibus utcbantur antiqui … Hofmann J. Lexicon universale
SUPPLICANDI Ritus — apud Veteres varius fuit. Antiquissimis temporibus quomodo ille fuerit peractus ex Homero patet. Apud eum enim Il. α. Thetis ante Iovem, cui erat supplicatura, sedit: quem morem alibi non est tam facile reperire. Illud tantum Interpretes… … Hofmann J. Lexicon universale
ικετήριος — α, ον (ΑΜ ἱκετήριος, ία, ον, Α θηλ. και ικετηρίς, ποιητ. τ. ικτήριος, ία, ον και ιων. τ. θηλ. ίκετηρίη) ικετευτικός* αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἱκτήριοι οι ικέτες 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱκετηρία α) κλαδί ελιάς που κρατούσε ο ικέτης στα … Dictionary of Greek
κηρύκειος — ο(ν) (ΑΜ κηρύκειος, ον) [κήρυξ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κήρυκα («κηρύκειον γράμμα», Σοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το κηρύκειο(ν) το ραβδί τού κήρυκα 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (νομ.) τα κηρύκεια η αμοιβή τού κήρυκα κατά την παλαιά… … Dictionary of Greek