Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἰόμωροι

См. также в других словарях:

  • ιόμωροι — ἰόμωροι, οἱ (Α) (για τους Αργείους) 1. θορυβώδης, ταραχώδης, φωνακλάς («Ἀργεῑοι ἰόμωροι», Ομ. Ιλ.) 2. δυστυχής, άθλιος, δύσμοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. απαντά δύο φορές στην Ιλιάδα ως προσδιοριστικό τού ον. Αργείοι. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • ἰόμωροι — caring for arrows masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰομώρους — ἰόμωροι caring for arrows masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιόβακχος — Ἰόβακχος, ὁ (Α) 1. ο Βάκχος τον οποίο επικαλούνταν με την κραυγή ἰώ 2. ύμνος που άρχιζε με τη φράση ἰώ Βάκχε 3. στον πληθ. oἱ Ἰόβακχοι τα μέλη θρησκευτικού θιάσου στην Αθήνα για τη λατρεία τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιφώνημα ἰώ + Βάκχος.… …   Dictionary of Greek

  • u̯ī̆-2, u̯oi- (*su̯ī̆-) —     u̯ī̆ 2, u̯oi (*su̯ī̆ )     English meaning: expr. root     Deutsche Übersetzung: in Schallworten     Material: Gk. ἰά̄, Ion. ἰή f. ‘shout, call, scream” (Fιά:), ἰαῖ, ἰ̄ή “Ausruf the Freude or of Schmerzes”, Hom. (F)ἰόμωροι epithet the Argiver …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»