-
1 ισομορος
21) имеющий одинаковую судьбу(ἰ. καὴ ὁμῆ πεπρωμένος αἴσῃ Hom.)
2) равныйἀραχναίοις νήμασιν ἰ. Anth. — тонкий как паутина
См. также в других словарях:
οψίμορος — ὀψίμορος, ον (Α) αυτός που πεθαίνει αργά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + μόρος (< μείρομαι), πρβλ. ισό μορος] … Dictionary of Greek
ισόμορος — ἰσόμορος, ον (Α) 1. (για τη σχέση τού Ποσειδώνος με τον Δία) ισόμοιρος, με ίσο μερίδιο 2. όμοιος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμορον το ίσο μερίδιο, το ίσο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + μορος (< μόρος), πρβλ. πρωτό μορος, ωκύ μορος] … Dictionary of Greek