Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἰσχόφωνος

См. также в других словарях:

  • ισχόφωνος — ἰσχόφωνος, ον (Α) ισχνόφωνος, τραυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσχω + φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ φωνος, ισχνό φωνος στον Ηρόδοτο η λ. εμφανίζεται ως άλλος τ. τού επιθ. ἰσχνόφωνος*, πρόκειται όμως για δύο διαφορετικές λ., σχετικά με τις οποίες… …   Dictionary of Greek

  • ἰσχόφωνος — ἰσχνόφωνος thin voiced masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»