Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἰσο-σθενής

См. также в других словарях:

  • θεοσθενής — θεοσθενής, ές (Μ) αυτός που παίρνει ισχύ από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σθενής (< σθένος), πρβλ. δορι σθενής, ισο σθενής] …   Dictionary of Greek

  • ισοσθενής — ές (ΑΜ ἰσοσθενής, ές) αυτός που έχει ίσο σθένος, ίση δύναμη, ο ισοδύναμος («πενίαν ἰσοσθενῆ πλούτῳ ποιεῑν», Δημόκρ.). επίρρ... ἰσοσθενῶς (Α) με ισοσθενή, ισοδύναμο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + σθενής (< σθένος), πρβλ. μεγαλο σθενής, ολιγο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»