-
1 ἰλιγγιάω
A become dizzy, lose one's head, as when one looks down from a height,ἰλιγγιῶν ἀφ' ὑψηλοῦ κρεμασθείς Pl.Tht. 175d
; from drunkenness,ψυχὴ ἰ. ὥσπερ μεθύουσα Id.Phd. 79c
;ἰ. κάρα λίθῳ πεπληγμένος Ar.Ach. 1218
;ἰ. καὶ χασμᾶσθαι Phld.Rh.2.176S.
; from perplexity,ἐσκοτώθην καὶ ἰλιγγίασα Pl.Prt. 339e
;ἰ. ὑπὸ τῆς τοῦ λόγου ἀπορίας Id.Ly. 216c
;ὑπὸ τοῦ δέους Ar.Ach. 581
;ἐπί τινι Luc.Tox.30
;πρὸς τὴν θέαν Hld.5.6
:—also written εἰλιγγιάω, freq. in codd. of Pl., cf. AP7.706 (Diog.), Plu.Alex.74;ἰλ- Phld.
l.c.; εἰλιγγιάω but ἴλιγγος acc. to Sch.Ar.Ach. 581, Suid. s.v. εἰλιγγιῶ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰλιγγιάω
См. также в других словарях:
εψιώμαι — ἑψιῶμαι, άομαι (ΑΜ) 1. παίζω με ψηφίδες, με πετραδάκια ή αστραγάλους 2. διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι, τέρπομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. σχηματίστηκε με το επίθημα ιάω, το οποίο εμφανίζουν πολλά ρήματα δηλωτικά ασθενείας (πρβλ. εμετ ιώ, ιλιγγ… … Dictionary of Greek
κουριώ — κουριῶ, άω (Α) 1. έχω ανάγκη από κούρεμα (α. «ὁ γοῡν πώγων μάλα τραγικὸς ἦν ἐς ὑπερβολὴν κουριῶν», Λουκιαν. β. «ἐν χρῷ κουριᾱν», Φερεκρ.) 2. έχω απεριποίητα, ατημέλητα μαλλιά ή γένεια («ὁ κουριῶν τὸ γένειον», Αλκίφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κουρά +… … Dictionary of Greek
ωλιγγιώ — άω, Α (κατά τον Ησύχ.) «νυστάζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠλίγγη «νύστα» + κατάλ. ιάω, ιῶ (πρβλ. ἰλιγγ ιῶ)] … Dictionary of Greek
ωταλγιώ — άω, Α ὠταλγῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠταλγῶ + κατάλ. ιάω δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ἰλιγγ ιῶ)] … Dictionary of Greek
ωχριώ — ὠχριῶ, άω, ΝΜΑ γίνομαι ωχρός, χλομιάζω, κιτρινίζω («τί τρέμεις καὶ ὠχριᾱς;», Λουκιαν.) νεοελλ. 1. χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω 2. φρ. «ωχριώ μπροστά σε κάποιον [ή σε κάτι]» μτφ. φαίνομαι πολύ κατώτερος, υστερώ, υπολείπομαι πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek