Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἰλιγγ-ιάω

См. также в других словарях:

  • εψιώμαι — ἑψιῶμαι, άομαι (ΑΜ) 1. παίζω με ψηφίδες, με πετραδάκια ή αστραγάλους 2. διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι, τέρπομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. σχηματίστηκε με το επίθημα ιάω, το οποίο εμφανίζουν πολλά ρήματα δηλωτικά ασθενείας (πρβλ. εμετ ιώ, ιλιγγ… …   Dictionary of Greek

  • κουριώ — κουριῶ, άω (Α) 1. έχω ανάγκη από κούρεμα (α. «ὁ γοῡν πώγων μάλα τραγικὸς ἦν ἐς ὑπερβολὴν κουριῶν», Λουκιαν. β. «ἐν χρῷ κουριᾱν», Φερεκρ.) 2. έχω απεριποίητα, ατημέλητα μαλλιά ή γένεια («ὁ κουριῶν τὸ γένειον», Αλκίφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κουρά +… …   Dictionary of Greek

  • ωλιγγιώ — άω, Α (κατά τον Ησύχ.) «νυστάζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠλίγγη «νύστα» + κατάλ. ιάω, ιῶ (πρβλ. ἰλιγγ ιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • ωταλγιώ — άω, Α ὠταλγῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠταλγῶ + κατάλ. ιάω δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ἰλιγγ ιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • ωχριώ — ὠχριῶ, άω, ΝΜΑ γίνομαι ωχρός, χλομιάζω, κιτρινίζω («τί τρέμεις καὶ ὠχριᾱς;», Λουκιαν.) νεοελλ. 1. χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω 2. φρ. «ωχριώ μπροστά σε κάποιον [ή σε κάτι]» μτφ. φαίνομαι πολύ κατώτερος, υστερώ, υπολείπομαι πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»