-
1 ιθυντήρ
-
2 ἰθυντήρ
-
3 ἰθυντήρ
-
4 ιθυντηρ
-
5 ἰθυντήρ
ἰθυντήρ, ῆρος, ὁ, der Gerademachende, Lenkende; Steuermann -
6 ἰθυντήρ
A guide, pilot, A.R. 4.209, 1260,IG9(1).390 ([place name] Naupactus), Jul.Or.1.25c; shepherd, Theoc. Syrinx 2; ἰ. πυρός, of Hephaestus, v.l. in Coluth.54; ruler,Ἑσπερίης χθονός Epigr.Gr.905
([place name] Gortyn);προτέρων ὑπέρτερος ἰθυντήρων Milet. 1(9).340
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰθυντήρ
-
7 δι-ῑθυντήρ
δι-ῑθυντήρ, ῆρος, ὁ, Lenker, Anordner; ἀέϑλων Man. 4, 40. Bei Hesych. διιθυντής, = διοικητής.
-
8 ἀπ-ῑθυντήρ
ἀπ-ῑθυντήρ, ῆρος, ὁ, Hersteller, Ordner, Sp.
-
9 ἰθύντωρ
-
10 ευθυντηρ
-
11 ιθυντήρα
-
12 ἰθυντῆρα
-
13 ιθυντήρας
-
14 ἰθυντῆρας
-
15 ιθυντήρες
-
16 ἰθυντῆρες
-
17 ιθυντήρι
-
18 ἰθυντῆρι
-
19 ιθυντήρος
-
20 ἰθυντῆρος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ιθυντήρ — ἰθυντήρ, ῆρος, ὁ και θηλ. ἰθύντειρα (Α) 1. αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο πηδαλιούχος 2. ηγεμόνας, διοικητής, κυβερνήτης 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰθύντειρα επίθ. τής Δίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύνω + κατάλ. αρσ. τηρ (θηλ. τειρα), πρβλ. δο τήρ, κυβερνη … Dictionary of Greek
ἰθυντήρ — ἰ̱θυντήρ , ἰθυντήρ guide masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιθυντής — ἰθυντής, ὁ (ΑΜ) [ιθύνω] 1. ο ιθυντήρ*, ο κυβερνήτης τού σκάφους 2. ο επίσκοπος … Dictionary of Greek
ιθύντειρα — ἰθύντειρα, ἡ (Α) βλ. ιθυντήρ … Dictionary of Greek
ιθύντωρ — ἰθύντωρ, ορος (Α) ιθυντήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύνω + κατάλ. τωρ (πρβλ. γεννή τωρ, κλή τωρ)] … Dictionary of Greek
ἰθυντῆρα — ἰ̱θυντῆρα , ἰθυντήρ guide masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθυντῆρας — ἰ̱θυντῆρας , ἰθυντήρ guide masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθυντῆρες — ἰ̱θυντῆρες , ἰθυντήρ guide masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθυντῆρι — ἰ̱θυντῆρι , ἰθυντήρ guide masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθυντῆρος — ἰ̱θυντῆρος , ἰθυντήρ guide masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰθυντῆρσιν — ἰ̱θυντῆρσιν , ἰθυντήρ guide masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)