-
1 ιδίωμα
-
2 ἰδίωμα
-
3 ἰδίωμα
ἰδίωμα, τό, das Angeeignete, Eigenthümlichkeit, besondere Beschaffenheit; τὰ περὶ τοὺς τόπους καὶ τὴν χώραν ἰδιώματα Pol. 2, 14, 3, öfter; παιανικὸν ἰδ., Eigenthümlichkeit des Päan, Ath. XV, 696 e; bes. bei Gramm., eigenthümliche Ausdrucksweise.
-
4 ιδιωμα
- ατος τό1) особенность, своеобразие(τὰ τῶν φυτῶν ἰδιώματα Arst.)
τὰ περὴ τοὺς τόπους ἰδιώματα Polyb. — местные особенности;τῆς συντάξεως ἰ. Polyb. — особое расположение (войск)2) грам. своеобразное выражение, особый оборот, идиома -
5 ιδίωμα
ιδίωμα τοсвойство:Этим.дргр. первоначальное значение «особенность, характерное отличие» -
6 ἰδίωμα
ἰδίωμα, τό, das Angeeignete, Eigentümlichkeit, besondere Beschaffenheit; παιανικὸν ἰδ., Eigentümlichkeit des Päan; bes. bei Gramm., eigentümliche Ausdrucksweise -
7 ιδίωμα
τό1) свойство, качество, характерная черта; 2) привычка;κακό ιδίωμα — скверная привычка;
3) лингв, идиома, идиоматическое выражение -
8 ἰδίωμα
A peculiarity, specific property, unique feature, Epicur.Ep.1p.25U., Stoic.2.25, etc.; τὰ τῶν χρωμάτων ἰ. Epicur.Ep.2p.51U.;τῆς πολιτείας Plb.2.38.10
; (ii A.D.);τὸ καθ' αὑτὸν ἰ. τηρεῖν Plb.2.59.2
; τὰ περὶ τὴν χώραν, περὶ αὐτοὺς ἰ., Id.2.14.3, 6.3.3; τὸ ἐξαίρετόν τινος ἰ. A.D.Synt.15.19; ἀγαθότητος ἰ. Procl.Inst. 133;ὕλης Id.Theol.Plat.5.35
; property, φαρμάκου Heras ap.Gal.13.785, cf. Dsc.1.71; of the properties of numbers, Theol.Ar.5,al.;τὸ ἰ. τοῦ ἑνός Dam.Pr.5
: special subject,τῆς πραγματείας Sor.1.126
. -
9 ιδίωμα
sive, lehçe -
10 προλυμαινομαι
заранее приводить в негодность или уничтожать(τὸ τῆς συντάξεως ἰδίωμα Polyb.)
-
11 ιδιωμάτων
-
12 ἰδιωμάτων
-
13 ιδιώμασι
-
14 ἰδιώμασι
-
15 ιδιώμασιν
-
16 ἰδιώμασιν
-
17 ιδιώματα
-
18 ἰδιώματα
-
19 ιδιώματι
-
20 ἰδιώματι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἰδίωμα — peculiarity neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδίωμα — το (ΑΜ ἰδίωμα) [ιδιούμαι] 1. καθετί που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα κάποιου, η ιδιότητα 2. επιμέρους διάλεκτος, υποκατηγορία διαλέκτου («η επτανησιακή διάλεκτος περιλαμβάνει το ιδίωμα τής Ζακύνθου, το ιδίωμα τής Κέρκυρας κ.λπ.»)… … Dictionary of Greek
ιδίωμα — το, ατος 1. γνώρισμα, ιδιότητα. 2. ιδιαίτερη έξη, συνήθεια. 3. τοπική παραλλαγή γλώσσας, διάλεκτος: Στα βόρεια γλωσσικά ιδιώματα το άτονο (ε) προφέρεται (ι) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰδιωμάτων — ἰδίωμα peculiarity neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιώμασι — ἰδίωμα peculiarity neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιώμασιν — ἰδίωμα peculiarity neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιώματα — ἰδίωμα peculiarity neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιώματι — ἰδίωμα peculiarity neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιώματος — ἰδίωμα peculiarity neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… … Dictionary of Greek
διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… … Dictionary of Greek