-
1 ιδιωτευω
1) (тж. ἰ. τὸν βίον Arst.) жить частным человеком, не участвовать в общественных делах(ἰ., ἀλλὰ μέ δημοσιεύειν Plat.; μέ μόνον ἄρχοντες, ἀλλὰ καὴ ἰδιωτεύοντες Arst.; ἀργῶν ταῖς πράξεσι καὴ ἰδιωτεύων Plut.)
μέ ἰδιωτεύων, ἀλλ΄ ἀγωνιζόμενος διάγειν τὸν βίον Plat. — жить не частным гражданином, а вести жизнь полную борьбы2) быть бесславным, не иметь значенияτέν πατρίδα, πρόσθεν ἰδιωτεύουσαν ἐν τῇ Ἀσίᾳ, νῦν προτετιμημένην καταλείπω Xen. ( слова — умирающего Кира Старшего) родину, которая прежде в Азии была лишена всякого значения, я оставляю окруженной почетом
3) заниматься частным деломἰδιωτεύων ἰατρός Plat. — врач, занимающийся частной практикой
4) быть чуждым (чему-л.), не иметь опыта (в чём-л) -
2 ιδιωτεύω
αμετ.1) быть частным, неофициальным лицом; 2) перестать заниматься политической деятельностью
См. также в других словарях:
ἰδιωτεύω — occupy a private station pres subj act 1st sg ἰδιωτεύω occupy a private station pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιωτεύω — ιδιωτεύω, ιδιώτευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ιδιωτεύω — (ΑΜ ἰδιωτεύω) [ιδιώτης] είμαι ιδιώτης, δεν αναμιγνύομαι στα δημόσια πράγματα («ούδὲ γὰρ ὁ νόμος τοὺς ἰδιωτεύοντας ἀλλὰ τοὺς πολιτευομένους ἐξετάζει», Αισχίν.) μσν. εμποδίζω κάποιον να αναμιχθεί στη δημόσια ζωή, καθιστώ κάποιον ιδιώτη αρχ. 1. (για … Dictionary of Greek
ιδιωτεύω — ιδιώτεψα, ζω ως απλός ιδιώτης, δεν ασχολούμαι με τα κοινά, παύω να είμαι δημόσιος λειτουργός: Έχει αποφασίσει να ιδιωτέψει μόλις τελειώσει η υπουργική του θητεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰδιωτεύσῃ — ἰδιωτεύω occupy a private station aor subj mid 2nd sg ἰδιωτεύω occupy a private station aor subj act 3rd sg ἰδιωτεύω occupy a private station fut ind mid 2nd sg ἰ̱διωτεύσῃ , ἰδιωτεύω occupy a private station futperf ind mp 2nd sg ἰ̱διωτεύσῃ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτεύῃ — ἰδιωτεύω occupy a private station pres subj mp 2nd sg ἰδιωτεύω occupy a private station pres ind mp 2nd sg ἰδιωτεύω occupy a private station pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτευόντων — ἰδιωτεύω occupy a private station pres part act masc/neut gen pl ἰδιωτεύω occupy a private station pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτεύει — ἰδιωτεύω occupy a private station pres ind mp 2nd sg ἰδιωτεύω occupy a private station pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτεύοντα — ἰδιωτεύω occupy a private station pres part act neut nom/voc/acc pl ἰδιωτεύω occupy a private station pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτεύοντι — ἰδιωτεύω occupy a private station pres part act masc/neut dat sg ἰδιωτεύω occupy a private station pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτεύουσι — ἰδιωτεύω occupy a private station pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἰδιωτεύω occupy a private station pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)