-
1 ιδιοβουλευω
(ῐδ) делать по-своему, поступать согласно личному решениюἵνα μέ ἰδιοβουλεύειν ὑμῖν δοκέω, τίθημι τὸ πρῆγμα ἐς μέσον Her. — чтобы вам не показалось, будто я поступаю по своему личному усмотрению, я ставлю вопрос на обсуждение
См. также в других словарях:
βουλή — η (AM βουλή, Α και δωρ. τ. βωλά και αιολ. τ. βόλλα) 1. απόφαση («δίνω, παίρνω, βάνω, βγάζω βουλή», «Διὸς δ΄ ἐτελείετο βουλή» και γινόταν το θέλημα του Δία) 2. γνώμη, συμβουλή («ήδωκε γνωστική βουλή σ εκείνο που κατέχει», «βουλὴν προτιθέναι» το να … Dictionary of Greek