Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ἤλιδος

См. также в других словарях:

  • Ἤλιδος — Ἦλις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόπηλις — ήλιδος, ἡ, Α (αττ. τ.) βλ. τροπαλίς …   Dictionary of Greek

  • τρύηλις — ήλιδος, ἡ, Α βλ. τρυηλίς …   Dictionary of Greek

  • χορτότηλις — ήλιδος, ἡ, Α μίγμα από χόρτο και τήλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + τῆλις «είδος φυτού, κόλιαντρο»] …   Dictionary of Greek

  • Αμαλιάδας, δήμος — Δήμος (32.090 κάτ.) του νομού Ηλείας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Αγίου Δημητρίου, Αγίου Ηλία Πηνηίων, Αμπελοκάμπου, Αυγείου, Γερακίου, Δάφνης, Δαφνιωτίσσης …   Dictionary of Greek

  • Oleni — For a municipality in the prefecture of Achaea, see Olenia. There is also Oleni Island and Oleni in Russia. Oleni Ωλένη Location …   Wikipedia

  • Amaliada — Gemeinde Amaliada (1924–2010) Δήμος Αμαλιάδας (Αμαλιάδα) …   Deutsch Wikipedia

  • Kendro — Gemeinde Amaliada Δήμος Αμαλιάδας (Αμαλιάδα) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Эниан, Георгиос — Георгиос Эниан …   Википедия

  • Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… …   Dictionary of Greek

  • εύδιφρος — εὔδιφρος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία άρματα («Ἤλιδος εὐδίφροιο», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δίφρος «άρμα»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»