-
1 Ησίοδος
-
2 Ἡσίοδος
-
3 Ἡσίοδος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἡσίοδος
-
4 Ήσίοδος
Grammatical information: m.Meaning: PN (Pi.)Derivatives: ` Ησιόδειος (Pl.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Solmsen Unt. 81supposed a governing compound to ἵημι *Ϝοδήν `start a song'. See on αὑδή; further Knecht Τερψίμβροτος 48f. (See also P.-W. s. Hesiod 1168); also (diff.) Schwyzer 443 n. 6. - On Lesb. Αἰσίοδος (EM 452, 37) s. Schwyzer 185 Zus. 3.Page in Frisk: 1,645Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Ήσίοδος
-
5 Ἡσίοδος
Ἡςῐοδος the poet. Λάμπων δὲ μελέταν ἔργοις ὀπάζων Ἡσιόδου μάλα τιμᾷ τοῦτ' ἔπος (cf. Hes., Op. 412, μελέτη δέ τε ἔργον ὀφέλλει) I. 6.67 -
6 Ησιόδω
Ἡσίοδοςmasc nom /voc /acc dualἩσίοδοςmasc gen sg (doric aeolic)——————Ἡσίοδοςmasc dat sg -
7 Ησιόδοιο
-
8 Ἡσιόδοιο
-
9 Ησιόδοις
-
10 Ἡσιόδοις
-
11 Ησιόδου
-
12 Ἡσιόδου
-
13 Ησιόδωι
-
14 Ἡσιόδωι
-
15 Ησίοδ'
-
16 Ἡσίοδ'
-
17 Ησίοδε
-
18 Ἡσίοδε
-
19 Ησίοδον
-
20 Ἡσίοδον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἡσίοδος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ησίοδος — (8ος – 7ος αι. π.Χ.).Ποιητής. Γεννήθηκε στην Άσκρα της Βοιωτίας. Θεωρείται ο πατέρας της διδακτικής ποίησης στη Δύση. Ο πατέρας του ήρθε από την Κύμη της Μικράς Ασίας και εγκαταστάθηκε στην Άσκρα της Βοιωτίας τη «χείμα κακή, θέρει αργαλέη, ουδέ… … Dictionary of Greek
Ησίοδος — ο αρχαίος Έλληνας ποιητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λέγει?Ησιόδος τὴν ἀηδόνα ἀγρυπνεῖν. — λέγει ?Ησιόδος τὴν ἀηδόνα ἀγρυπνεῖν. См. Спать соловьиным сном … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἡσιόδω — Ἡσίοδος masc nom/voc/acc dual Ἡσίοδος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσιόδοιο — Ἡσίοδος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσιόδοις — Ἡσίοδος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσιόδου — Ἡσίοδος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσιόδῳ — Ἡσίοδος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσίοδε — Ἡσίοδος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσίοδον — Ἡσίοδος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)