-
1 ηνιοχος
дор. ἁνίοχος (ᾱ) ὅ1) управляющий вожжами, т.е. правящий конями или колесницей(παραιβάται ἡνίοχοί τε Hom.)
ἐφ΄ ἅρματι ἑστὼς ἓξ ἵππων ἡ. Plat. — стоящий на колеснице и управляющий шестеркой коней2) (у)правитель, руководитель(χειρῶν τε καὴ ἰσχύος Pind.; πολιτικὸς οἷος ἡ. Plat.)
αἰγίδος ἡ. Ἀθάνα Arph. — управляющая, т.е. вооруженная эгидой Афина
См. также в других словарях:
οχός — ὀχός, ή, όν (Α) σταθερός, στέρεος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ τού ἔχω (Ι). Ο τ. εμφανίζεται ευρύτατα στα σύνθ. σε οχος (πρβλ. δρύ οχος, ηνί οχος)] … Dictionary of Greek
εύοχος — εὔοχος, ον (Α) 1. αυτός που συγκρατεί στερεά, ισχυρά («ἐν δεσμῷ εὐόχῳ», Ιπποκρ.) 2. αυτός που είναι κατάλληλος για συγκράτηση 3. αυτός που εύκολα τηρείται, διαφυλάσσεται, συντηρείται («εΰοχον σχῆμα», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οχος (< έχω),… … Dictionary of Greek
νήοχος — νήοχος, ον (Α) 1. αυτός που φυλάσσει το πλοίο 2. (κατ επέκτ.) αυτός που κυβερνά το πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + οχος (< ἔχω), πρβλ. ηνί οχος, λιμενή οχος] … Dictionary of Greek
καθηνιοχώ — καθηνιοχῶ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἡνι οχῶ (< ἡνί οχος)] … Dictionary of Greek
ποδοχώ — έω, Α διευθύνω, κυβερνώ πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + οχῶ (< οχος< ἔχω), πρβλ. ηνι οχώ] … Dictionary of Greek