-
1 ημισταδιαιος
См. также в других словарях:
ημισταδιαίος — ἡμισταδιαῑος, αία, ον (Α) αυτός που έχει μήκος μισού σταδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σταδιαίος (< στά διον)] … Dictionary of Greek
1 ημισταδιαιος
ημισταδιαίος — ἡμισταδιαῑος, αία, ον (Α) αυτός που έχει μήκος μισού σταδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σταδιαίος (< στά διον)] … Dictionary of Greek