Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἡμιωβολιαῖος

См. также в других словарях:

  • ημιωβολιαίος — ἡμιωβολιαῑος, α, ον (Α) [ημιώβολο] 1. αυτός που έχει αξία μισού οβολού 2. αυτός που έχει μέγεθος μισού οβολού …   Dictionary of Greek

  • ἡμιωβολιαῖον — ἡμιωβολιαῖος costing masc acc sg ἡμιωβολιαῖος costing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιωβολιαῖα — ἡμιωβολιαῖος costing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»