Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἡγητηρία

См. также в других словарях:

  • ἡγητηρία — ἡγητηρίᾱ , ἡγητηρία mass of dried figs fem nom/voc/acc dual ἡγητηρίᾱ , ἡγητηρία mass of dried figs fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηγητηρία — ἡγητηρία, ἡ (Α, κατά τον Ησύχ. και Φώτ. ἡγητορία, κατά τον Ευστ. ἡγήτρια) (ηγητήρ) 1. δέσμη, αρμαθιά από ξερά σύκα την οποία έφεραν με πομπή κατά την εορτή τών Αττικών Πλυντηρίων σε ανάμνηση τής ευρέσεως αυτής τής τροφής που τή θεωρούσαν ως το… …   Dictionary of Greek

  • ἡγητηρίαν — ἡγητηρίᾱν , ἡγητηρία mass of dried figs fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηγήτρια — ἡγήτρια, ἡ (Α) [ηγητήρ] ηγητηρία* …   Dictionary of Greek

  • ηγητορία — ἡγητορία, ἡ (Α) [ηγήτωρ] ηγητηρία* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»