-
1 ἠνορέη
A manhood, prowess,ἠνορέῃ πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν Il.8.226
; ; ;ἀλκῇ τ' ἠνορέῃ τε κεκάσμεθα Od.24.509
;ἀνορέας οὐκ ἀμπλακών Pi.O. 8.67
; manly beauty,ἠ. ἐρατεινήν Il.6.156
; ὕδατος ἠ. its strength, Epigr. ap. Ael.NA10.40; force,πολλάκι τοι ῥέα μῦθος, ὅ κεν μόλις ἐξανύσειεν ἠνορέη, τόδ' ἔρεξε A.R.3.189
: in pl., triumphs of manhood, Pi.N.3.20. (Perh. fr. Ανορία with [dialect] Aeol. - ρε- fr. - ρι-.) -
2 ηνορέη
ἠνορέαfem nom /voc sg (epic ionic)ἠνορέηmanhood: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ἠνορέαfem dat sg (epic ionic)ἠνορέηmanhood: fem dat sg (epic ionic) -
3 ηνορεη
дор. ἀνορέα ἥ [ἀνήρ] мужественность, мужество, доблесть(ἀλκή τ΄ ἠ. Hom.)
ἱπποσύνῃ τε καὴ ἠνορέῃφι (эп. dat.) πεποιθώς Hom. — понадеявшись на уменье править конями и на (свою) доблесть -
4 ἠνορέη
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἠνορέη
-
5 ἠνορέη
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἠνορέη
-
6 ἠνορέη
Βλ. λ. ηνορέη -
7 ἠνορέῃ
Βλ. λ. ηνορέη -
8 ὑπερ-ηνορέη
ὑπερ-ηνορέη, ἡ, übergroßer Muth, Uebermuth, Ap. Rh. 3, 65.
-
9 ἠνορέα
ἠνορέα, ἡ, ep. ἠνορέη, dor. ἀνορέα (ἀνήρ), Mannhaftigkeit, Muth u. Kraft, ἠνορέῃ πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν II. 8, 226; ἄλκῃ τ' ἠνορέῃ τε κεκάσμεϑα Od. 24, 509; Pind. auch im plur., ἀνορέαις ὑπερτάταις N. 3, 34; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 189; Coluth. 140; – Il. 6, 156 ἠνορέην ἐρατεινὴν ὤπασαν, edle Mannhaftigkeit, männliche Schönheit; – ὕδατος, Kraft, Ep. Ael. N. A. 10, 40.
-
10 ηνορέηι
-
11 ἠνορέηι
-
12 ανορεα
-
13 ηνορέα
ἠνορέᾱ, ἠνορέαfem nom /voc /acc dualἠνορέᾱ, ἠνορέαfem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἠνορέᾱ, ἠνορέηmanhood: fem nom /voc /acc dualἠνορέᾱ, ἠνορέηmanhood: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
14 ἠνορέα
ἠνορέᾱ, ἠνορέαfem nom /voc /acc dualἠνορέᾱ, ἠνορέαfem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἠνορέᾱ, ἠνορέηmanhood: fem nom /voc /acc dualἠνορέᾱ, ἠνορέηmanhood: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
15 ηνορέας
ἠνορέᾱς, ἠνορέαfem acc plἠνορέᾱς, ἠνορέαfem gen sg (attic doric aeolic)ἠνορέᾱς, ἠνορέηmanhood: fem acc plἠνορέᾱς, ἠνορέηmanhood: fem gen sg (attic doric aeolic) -
16 ἠνορέας
ἠνορέᾱς, ἠνορέαfem acc plἠνορέᾱς, ἠνορέαfem gen sg (attic doric aeolic)ἠνορέᾱς, ἠνορέηmanhood: fem acc plἠνορέᾱς, ἠνορέηmanhood: fem gen sg (attic doric aeolic) -
17 κάρτος
κάρτος, τό, ep. = κράτος, Stärke, Kraft, Muth; Il. 9, 254; καὶ σϑένος 17, 321; καὶ βίη Od. 6, 197; ἠνορέῃ πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν Il. 11, 9; Hes. Th. 73 u. sp. D.; auch Her. 8, 2 v. l.
-
18 ἀνορέα
-
19 ἈΛΚή
ἈΛΚή, ἡ, Hom. dat. ἀλκί, Aeolisch, immer ἀλκὶ πεποιϑώς Versende, Iliad. 5, 299. 13, 471. 17, 61. 728. 18, 158 Od. 6, 130, ἀλκῖ Od. 24, 509; – a) Stärke, Körperkraft, Od. 9, 214. 514 μεγάλην ἐπιειμένον ἀλκήν, 17, 315 ταχυτῆτα καὶ ἀλκήν, Iliad. 19, 161 πάσασϑαι σίτου καὶ οἴνοιο· τὸ γὰρ μένος ἐστὶ καὶ ἀλκή, 17, 212 πλῆσϑεν δ' ἄρα οἱ μέλε' ἐντὸς ἀλκῆς καὶ σϑένεος, 13. 330 φλογὶ εἴκελον ἀλκήν. 17, 281 συῒ εἴκελος ἀλκήν, 13, 786 ἀλκῆς δευήσεσϑαι, 6, 265 μή μ' ἀπογυιώσῃς, μένεος δ' ἀλκῆς τε λάϑωμαι, Od. 22, 237 σϑένεός τε καὶ ἀλκῆς πειρήτιζεν; – Pind. χερός Ol. 11, 105, γεύεται ἀλκᾶς ἀπειράντου P. 9, 36; Tragg., ἀλκῇ πεποιϑώς Aesch. Ch. 234; τρισώματος ἀλκή Eur. Ion 204 ch., von der Chimära. – b) geistige Stärke. Müth, Herzhaftigkeit, Iliad. 20, 381 φρεσὶν εἱμένος ἀλκήν, 17. 499 ἀλκῆς καὶ σϑένεος πλῆτο φρένας, 16, 157 τοῖσίν τε περὶ φρεσὶν ἄσπετος ἀλκή, 3, 45 οὐκ ἔστι βίη φρεσίν, οὐδέ τις ἀλκή, 4, 245 οὐδ' ἄρα τίς σφι μετὰ φρεσὶ γίγνεται ἀλκή, 16, 753 ἑή τέ μιν ὤλεσεν ἀλκή, Od. 24, 509 ἀλκῇ τ' ἠνορέῃ τε κεκάσμεϑα; übrigens ist Muth u. Körperkraft bei Hom. nicht strenge geschieden, so daß man bei φρεσὶν εἱμένος ἀλκήν auch an den Körper, bei πλῆσϑεν μέλεα ἀλκῆς auch an den Geist denken muß, ἐκ τοῦ παρεπομένου; – Pind. φρενῶν ἀλκή N. 3, 39, wo Böckh ἀκμή lies't; Tyrt. 3, 9; αἰδεσϑέντες ἀλκάν, Muth ehrend, muthig, Pind. P. 4, 173; τίς ἀλκὴτὸνϑανόντ'ἐπικτανεῖν, was gehört dazu für Muth, Soph. Ant. 1017; u. in Prosa, Thuc. 6, 34; Xen. Hell. 4, 8, 18, Sp. – c) Abwehr, Schutzwehr, Beistand, Vertheidigung; Angriff, insofern er zur Vertheidigung dient; Iliad. 4, 234 μή πώ τι μεϑίετε ϑούριδος άλκῆς, 418 καὶ νῶι μεδώμεϑα ϑούριδος ἀλκῆς, 8, 174 μνήσασϑε δὲ ϑούριδος ἀλκῆς, 11, 313 λελάσμεϑα ϑούριδος ἀλκῆς, 15, 527 εὖ εἰδότα ϑούριδος ἀλκῆς, Od. 2, 61 λευγαλέοι τ' ἐσόμεσϑα καὶ οὐ δεδαηκότες ἀλκήν, Iliad. 7, 164 ϑοῦριν ἐπιειμένοι ἀλκήν, 9, 231 εἰ μὴ σύ γε δύσεαι ἀλκήν, 15, 250 ἔπαυσε δὲ ϑούριδος ἀλκῆς, 17, 181 ἦ τινὰ καὶ Δαναῶν ἀλκῆς, μάλα περ μεμαῶτα, σχήσω ἀμυνέμεναι περὶ Πατρόκλοιο ϑανόντος, 21, 578 καὶ περὶ δουρὶ πεπαρμένη οὐκ ἀπολήγει ἀλκῆς, 15, 490 ῥεῖα δ' ἀρίγνωτος Διὸς ἀνδράσι γίγνεται ἀλκή, 8, 140 ἦ οὐ γιγνώσκεις ὅ τοι ἐκ Διὸς οὐχ ἕπετ' ἀλκή, 13, 48 ἀλκῆς μνησαμένω, μηδὲ κρυεροῖο φόβοιο, 21, 528 κλονέοντο πεφυζότες, οὐδέ τις ἀλκὴ γίγνετο, Od. 22, 305 οὐδέ τις ἀλκὴ γίγνεται οὐδὲ φυγή, 12, 120 οὐδέ τις ἔστ' ἀλκή· φυγέειν κάρτιστον ἀπ' αὐτῆς, Iliad. 17, 42 ἀλλ' οὐ μὰν ἔτι δηρὸν ἀπείρητος πόνος ἔσται οὐδέ τ' ἀδήριτος, ἤτ' ἀλκῆς ἤτε φόβοιο, 5, 532 φευγόντων δ' οὔτ' ἂρ κλέος ὄρνυται οὔτε τις ἀλκή; – κακοῦ, gegen das Uebel, Hes. O-199; Theogn. 876; ἀμαχανιᾶν Pind. N. 7, 96; öfter bei Tragg., πόλεως ὑπερέχ ειν ἀλκάν Aesch. Spt. 197, die Stadt schirmen; βελέων ἀλκή, der Pfeile Schutz, Soph. Phil. 1136; ἀλκὴ κἀνακούφισις κακῶν O-R. 218 vgl. 42. 189; ὥς σοι γειτόνων ἀλκὴν τιϑῇ, dich gegen die Nachbarn schütze, O. C. 1521; aber 460 ἀλκὴν ποιεῖσϑαί τινος Jemand vertheidigen; ἀλκήν τιν' εὑρεῖν κακῶν Eur. Andr. 28. – d) Schlacht, Kampf, Tragg., Aesch. Spt. 480. 551. 859; ἀλκὴν συνῆψαν EUR. SUPPL. 705; εἰς ἀλκὴν ἔστρεφον, ἐλϑεῖν, ibd. 700 Phoen. 435; πρὸς ἀλκὴν τρέπεσϑαι, steh zur Wehr setzen, Her. 3, 78. 9, 102; Plut. Arist. 18 Arat. 32 u. öfter; εἰς ἀλκὴν τρέπεσϑαι Thuc. 2, 84; Arr. 3, 24, 2. – In Prosa brauchen es bes. die Sp.; sehr häufig Plut., auch geradezu für Truppenmacht, Heer, ἡ κατὰ ϑάλασσανἀλκή = ἡ ἀπὸ τῶν νεῶνἀλκή Them. 7 u. 4, ἀλκὴ καὶ δύναμις Alex. 5 Flamin. 7. – Plur. Pind N. 7, 12 Eur. Rhes. 930 u. Sp.
-
20 ἐρατεινός
ἐρατεινός, lieblich, anmuthig, bei Hom. am gewöhnlichsten von Ländern u. Städten; ἠνορέη, δαίς, φιλότης, ἀμβροσίη h. Apoll. 124; ἄϑυρμα h. Merc. 40; selten von Menschen, παῖς Od. 4, 13; οὐδ' ἄρ' ἔμελλ' ἑτάροισι φανεὶς ἐρατεινὸς ἔσεσϑαι, den Gefährten erwünscht, willkommen, 9, 230; von Göttinnen, Hes. Th. 136. 909; ὕδωρ Pind. Ol. 6, 85; μέλι I. 4, 59; εὐναί frg. 87. Das Wort ist nur episch u. lyrisch. Bei Plut. Arat. 45 heißt Mantinea so mit Anspielung auf Il. 2, 607.
См. также в других словарях:
ηνορέη — ἠνορέη, δωρ. τ. ἀνορέα, ἡ (Α) 1. ανδρεία, θάρρος («ἠνορέη πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. ανδρική ομορφιά 3. δύναμη («ὕδατος ἠνορέη», Αιλ.) 4. πληθ. αἱ ἠνορέαι έπαινοι τής ανδρείας («ἀνορεαις ὑπερτάταις ἐπέβα παῑς», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων.… … Dictionary of Greek
ἠνορέη — ἠνορέα fem nom/voc sg (epic ionic) ἠνορέη manhood fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠνορέῃ — ἠνορέα fem dat sg (epic ionic) ἠνορέη manhood fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠνορέηι — ἠνορέῃ , ἠνορέα fem dat sg (epic ionic) ἠνορέῃ , ἠνορέη manhood fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠνορέα — ἠνορέᾱ , ἠνορέα fem nom/voc/acc dual ἠνορέᾱ , ἠνορέα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἠνορέᾱ , ἠνορέη manhood fem nom/voc/acc dual ἠνορέᾱ , ἠνορέη manhood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠνορέας — ἠνορέᾱς , ἠνορέα fem acc pl ἠνορέᾱς , ἠνορέα fem gen sg (attic doric aeolic) ἠνορέᾱς , ἠνορέη manhood fem acc pl ἠνορέᾱς , ἠνορέη manhood fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαπήνωρ — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Τεγέας στην Αρκαδία, γιος του Αγκαίου, αρχηγός των Αρκάδων με εξήντα πλοία, που του έδωσε ο Αγαμέμνων. Κατά την Ιλιάδα πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο. Κατά την επιστροφή του, μετά το τέλος του πολέμου, ναυάγησε και … Dictionary of Greek
ανορέα — ἀνορέα, η (Α) η ηνορέη, η ανδρεία … Dictionary of Greek
ανόρεος — ἀνόρεος, α, ον (Α) ανδρικός, ανδρείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνορέη (δωρ. ανορέα, αιολ. *ᾱνορέα < ανορία < ανήρ), ποιητ. τ. αντί ανδρεία] … Dictionary of Greek
ερατεινός — ἐρατεινός, ή, όν (Α) εράσμιος, αγαπητός, χαριτωμένος (α. «Ἴλιον εἰς ἐρατεινήν» β. «ἐρατεινή ἠνορέη» ανδρεία, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερατός + εινός, κατ’ αναλογία προς τα αλγ εινός, ποθ εινός] … Dictionary of Greek
νηπιέη — και νηπιάα, ἡ (Α) (επικ. τ.) 1. η ηλικία τού νηπίου, η νηπιότητα, η παιδική ηλικία («οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέη ἀλεγεινῇ», Ομ. Ιλ.) 2. στον πληθ. παιδιαρίσματα, παιδαριώδεις τρόποι, ανοησίες («οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας ὀχέειν» δεν πρέπει να φέρεσαι… … Dictionary of Greek