Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Ἐρυθρὰ

См. также в других словарях:

  • Ἐρύθρα — Ἐρύθρᾱ , Ἐρύθρης masc nom/voc/acc dual (doric) Ἐρύθρᾱ , Ἐρύθρης masc voc sg (attic doric) Ἐρύθρᾱ , Ἐρύθρης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρυθρά — Ἐρυθρά̱ , Ἐρυθραί Serapias cordigera fem nom/voc/acc dual Ἐρυθρά̱ , Ἐρυθραί Serapias cordigera fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυθρά — ἐρυθρός red neut nom/voc/acc pl ἐρυθρά̱ , ἐρυθρός red fem nom/voc/acc dual ἐρυθρά̱ , ἐρυθρός red fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερυθρά — η νόσημα μεταδοτικό και εξανθηματικό: Το παιδί έβγαλε ερυθρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ερυθρά θάλασσα — Θαλάσσια έκταση (440.000 τ. χλμ.) μεταξύ της βορειοανατολικής Αφρικής και της Αραβικής χερσονήσου. Γνωστή κατά την αρχαιότητα ως Αραβικός κόλπος, η Ε.θ. συγκοινωνεί στα Β με τη Μεσόγειο, με τη διώρυγα του Σουέζ, και στα Ν με την Αραβική θάλασσα… …   Dictionary of Greek

  • ερυθρά — Λοιμώδης εξανθηματική νόσος, η οποία οφείλεται σε ιό. Προσβάλλει συνήθως παιδιά 4 12 ετών. Ο χρόνος επώασης της νόσου ποικίλλει από 12 έως 21 ημέρες· η εξέλιξή της είναι συνήθως καλοήθης, με μικρό πυρετό και καλή γενική κατάσταση. Το τυπικό… …   Dictionary of Greek

  • Ἐρυθρᾷ — Ἐρυθραί Serapias cordigera fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυθρᾷ — ἐρυθρός red fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιμοσφαίρια, ερυθρά — Απύρηνα κύτταρα του αίματος. Λέγονται και ερυθροκύτταρα (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • ηωσίνη — Ερυθρά χρωστική, με χημικό τύπο C2O6H6 Br4O5K2. Είναι άλας με κάλιο της τετροβρωμοφλουορεσκεΐνης και παρασκευάζεται με επίδραση βρωμίου σε φλουορεσκεΐνη είτε σε αλκοολικό είτε σε υδατικό διάλυμα, με παρουσία αλκαλίου. Τα διαλύματα της η.… …   Dictionary of Greek

  • Ἐρύθρας — Ἐρύθρᾱς , Ἐρύθρης masc acc pl (doric) Ἐρύθρᾱς , Ἐρύθρης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»