-
1 Επικούρειος
-
2 Ἐπικούρειος
-
3 Ἐπικούρειος
Ἐπικούρειος, ου, ὁ (Numenius [s. on στρεβλόω 2] 1, 3 p. 63; Alciphron 3, 19, 3; Diog. L. 10, 3; 31; SIG 1227 φιλόσοφος Ἐπικούρειος; IGR IV, 997; Jos., Ant. 10, 277; 19, 32; Just., A II, 15, 3. For the spelling [-ριος Tdf., W-H., Sod.] W-S. §5, 13e; cp. Philo, Poster. Cai. 2) an Epicurean, a follower of Epicurus Ac 17:18 (s. comm.).—RHicks, EncRelEth V 324–30; WdeWitt, E. and His Philosophy ’54; WBarclay, ET 72, ’60, 78–81; 72, ’61, 101–4; 146–49; EAsmis, Epicurus’ Scientific Method ’84; RAC V 681–819.—M-M. -
4 Επικουρειος
-
5 Ἐπικούρειος
Ἐπικούρειος, ον,A of Epicurus, Epicurean,ἄτομα AP11.93
(Lucill.);φιλόσοφος Act.Ap.17.18
, etc., cf. Str.14.2.20; Ἐπικούρειον, τό, ` utilitarian' doctrine, Cic.Fam.3.9.2; οἱ Ἐ. the Epicureans, Luc.Herm.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἐπικούρειος
-
6 Ἐπικούρειος
{прил., 1}Эпикурейский, принадлежащий к секте последователей греч. философа-материалиста Эпикура (341-270 гг. до Р.Х.). Эпикурейцы видели смысл существования в получении удовольствий и от спокойной, безмятежной жизни (Деян. 17:18).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Ἐπικούρειος
-
7 Επικούρειος
{прил., 1}Эпикурейский, принадлежащий к секте последователей греч. философа-материалиста Эпикура (341-270 гг. до Р.Х.). Эпикурейцы видели смысл существования в получении удовольствий и от спокойной, безмятежной жизни (Деян. 17:18).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Επικούρειος
-
8 επικούρειος
α, ο [ος, ον ] эпикурейский -
9 Ἐπικούρειος
эпикурейский (принадлежащий к секте последователей греч. философа-материалиста Эпикура, - гг. до Р. Х.; эпикурейцы видели смысл существования в получении удовольствий и в спокойной и безмятежной жизни).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἐπικούρειος
-
10 Επικούρειον
Ἐπικούρειοςof Epicurus: masc /fem acc sgἘπικούρειοςof Epicurus: neut nom /voc /acc sg -
11 Ἐπικούρειον
Ἐπικούρειοςof Epicurus: masc /fem acc sgἘπικούρειοςof Epicurus: neut nom /voc /acc sg -
12 Epicurus
Epicūrus, ī, m. (Επίκουρος), ein berühmter griech. Philosoph aus dem attischen Demos Gargettus (dah. Gargettius zubenannt) gebürtig, aber zu Samos (342 v. Chr.) geboren, Stifter der nach ihm benannten epikurëischen Philosophie, die den Sinnengenuß als höchstes Gut annahm, Cic. de fin. 1, 29; de fat. 19; ep. 15, 16, 1. – Dav. Epicūrēus u. - īus, a, um (Επικούρειος, dah. auch Epicūreios, on), epikurëisch, Patro, Cic.: secta, Suet.: medicamenta doloris, vom Vergnügen, Cic. – subst., a) Epicūrēa, ae, f. (sc. secta), die epikurëische Sekte (Schule), Porphyr. Hor. ep. 1, 1, 16. – b) Epicūrēī (Epicūrīī), ōrum, m., die Schüler-, Anhänger des Epikur, die Epikureer, Cic.: übtr. = Wollüstlinge, Sen.
-
13 эпикуреец
эпикур||еецм ὁ ἐπικούρειος. -
14 эпикурейский
эпикур||ейскийприл ἐπικούρειος. -
15 Επικουρείοις
-
16 Ἐπικουρείοις
-
17 Επικουρείου
-
18 Ἐπικουρείου
-
19 Επικουρείους
-
20 Ἐπικουρείους
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἐπικούρειος — of Epicurus masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικούρειος — α, ο (Α ἐπικούρειος, ον) [Επίκουρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Επίκουρο ή στη φιλοσοφική σχολή του («τινὲς δὲ τῶν Επικουρείων καὶ τῶν Στοϊκῶν φιλοσόφων», ΚΔ) 2. το αρσ. ως ουσ. οἱ ἐπικούρειοι οι οπαδοί τής φιλοσοφίας τού Επικούρου… … Dictionary of Greek
επικούρειος — α, ο 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον Επίκουρο ή το φιλοσοφικό σύστημά του: Επικούρειαφιλοσοφία. 2. φιλήδονος, ευδαιμονιστής (που ακολουθεί δήθεν τις αρχές του Επίκουρου), που δε δίνει σοβαρή σημασία σε τίποτε: Επικούρεια ζωή. 3. το αρσ. στον πληθ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἐπικούρειον — Ἐπικούρειος of Epicurus masc/fem acc sg Ἐπικούρειος of Epicurus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώταρχος — Επικούρειος φιλόσοφος που άκμασε τον 2o αι. π.Χ. Διαδέχτηκε στη σχολαρχία των ομοϊδεατών του τον Βασιλείδη. Διάδοχός του ήταν ο Απολλόδωρος. * * * ον, ΜΑ, και πρωτόαρχος Μ ο πρώτος, ο αρχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + αρχος*] … Dictionary of Greek
Ἐπικουρείοις — Ἐπικούρειος of Epicurus masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπικουρείου — Ἐπικούρειος of Epicurus masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπικουρείους — Ἐπικούρειος of Epicurus masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπικουρείων — Ἐπικούρειος of Epicurus masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπικουρείῳ — Ἐπικούρειος of Epicurus masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπικούρεια — Ἐπικούρειος of Epicurus neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)