Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

Ἐλιακίμ

См. также в других словарях:

  • Ελιακίμ — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Γιος του Χελκία, ο οποίος ήταν οικονόμος στον οίκο Δαβίδ την εποχή του βασιλιά Eζεκία. Ως εκπρόσωπος των συμπατριωτών του, ο Ε. συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις με τον στρατηγό του Ασσύριου βασιλιά Σεναχηρίμ, Ραψάκη, ο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»