Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἕλκεος

См. также в других словарях:

  • ἕλκεος — ἕλκος wound neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβάλλω — ΝΜΑ, προσβάνω και προσβέλνω Ν, επικ. τ. προτιβάλλω Α [βάλλω] κάνω επίθεση, επιτίθεμαι, εφορμώ («τὴν μὲν ἄλλην στρατιὴν κελεύειν πέριξ προσβάλλειν τὸ τεῑχος» Ηρόδ.) νεοελλ. 1. βλάπτω, κάνω κακό («ο ιὸς προσβάλλει κυρίως το νευρικό σύστημα») 2.… …   Dictionary of Greek

  • τρώμα — (I) ἡ, Α 1. (δωρ. τ. τής λ. τραῡμα) πληγή 2. φρ. «τρώμα ἕλκεος» πληγή διαβρωτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω* + κατάλ. μᾱ/ μη (πρβλ. τόλ μη/ μᾱ)]. (II) ώματος, τὸ, Α ιων. τ. βλ. τραύμα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»