-
1 έλκεος
-
2 ἕλκεος
-
3 ἕλκος
ἕλκος (ἕλκεος, -ει, -ος; -έων, -εα.)1 wound, soreἕλκει τειρόμενον Ποίαντος υἱὸν P. 1.52
ὅσσοι μόλον αὐτοφύτων ἑλκέων ξυνάονες P. 3.48
τρωμὰν ἕλκεος ἀμφιπολεῖν P. 4.271
ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν N. 8.29
πολλὰ δ' ἕλκἐ ἔμβαλλε fr. 111. 2. met.στάθμας δέ τινος ἑλκόμενοι περισσᾶς ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ P. 2.91
-
4 ἵξις
A coming, E.Tr. 396 (prob.l.);οὐ πτύσις ἀλλ' ἀναγωγὴ καλέεται, τῆς ἄνω ἴξιος [τῆς ὁδοῦ] τοὔνομα ἔχουσα Aret. SA2.2
;οἶνος ὠκὺς ἐς τὴν ἄνω ἴξιν Id.CA2.4
.2 passage through, οὐδαμῆ.. κατὰ τὴν τοῦ θώρηκος ἴ. Hp.Acut.15 (but perh. simply, 'at no point in the θ.') ; ἵξιν παρέχεσθαι allow free passage, dub. in Sch. Epicur.Ep.1p.8U. (fort. εἶξιν).II direction, straight line, esp. vertical line, καθημένῳ πόδες ἐς τὴν ἄνω ἴ. κατ' ἰθὺ γούνασι his feet when he is seated should be vortically opposite his knees, Hp.Off.3; ἐπιδεῖν δεξιὰ ἐπ' ἀριστερά, ἀριστερὰ ἐπὶ δεξιά, πλὴν κεφαλῆς· ταύτην δὲ κατ' ἴξιν vertically, ib.9; βάλλεσθαι χρὴ τὸ ὀθόνιον κατ' αὐτὴν τὴν ἴ. τοῦ ἕλκεος directly over the wound, Id.Fract.26; τοὺς νάρθηκας.. μὴ κατὰ τὴν ἴ. τοῦ ἕλκεος προστιθέναι ibid.; ὁκόσα κοινωνεῖ τοῖσι τῆς κνήμης ὀστέοισι καὶ αὐτέῃ τῇ ἴξει ib.9 codd. (κατὰ τὴν ἴξιν Gal.18(2).423
; κατ' αὐτὴν τὴν ἴ. Ermerins).2 κατ' ἴξιν c. gen., corresponding to, on the same side as, ἤλγησεν κατὰ βουβῶνα, σπληνὸς κατ' ἴ., i.e. on the spleen or left side of the body, Hp.Epid.1.26.γ, cf. 4.35,37, Art.33, Fract.16, 18, Mul.1.17; τῶν ὀδόντων τῶν τε ἄνω καὶ τῶν κάτω κατ' ἴ. Id.Art.31; = ex ipsa parte, Cass.Fel.37; ἐν πυρετοῖσι ἀπὸ σπληνὸς καὶ ἥπατος διὰ ῥινῶν αἱμορραγέουσι, κατ' ἴ. τοῦ σπλάγχνου τοῦ μυκτῆρος ῥέοντος the nostril corresponding to the organ in question, Aret.SA 2.2; ἡ κατ' ἴ. κληίς the corresponding (i.e. liver or right side) collarbone, ib.2.7, cf. CA1.10; κατὰ τὴν ὄπισθεν ἴ. at the back of the leg, Hp.Art.60.3 more generally, in line with, κατ' ἴ. τοῦ πυγαίου ποιησάμενον τὴν σανίδα ib.75; κατ' ἴ. τῇ ἐντομῇ τῇ ἐς τὸν τοῖχον ib.47. -
5 τρώμη
τρώμη, ἡ, dor. τρώμα, = τρῶμα, τραῦμα, Pind. P. 4, 271 τρώμαν ἕλκεος ἀμφιπολεῖν.
-
6 ΒΛΎω
ΒΛΎω, fut. βλύσω (vgl. βρύω), 1) hervorquellen, überströmen, voll sein, κύλιξ λυαίῳ Maced. 2 (XI, 58); αἷμα δι' ἕλκεος Qu. Sm. 1, 242, u. sonst bei Sp. – 2) ausgießen, Nonn.
-
7 κελαρύζω
κελαρύζω, dor. κελαρύσδω, = κελαδέω, rauschen, tosen, brausen; von herabströmendem Wasser, Il. 21, 261 Od. 5, 323, vgl. Plut. Symp. 9, 15, 2; vom Blut, ἀπὸ δ' ἕλκεος αἷμα μέλαν κελάρυζε Il. 11, 812; sp. D., wie Opp. Cyn. 2, 145 ἃς ποταμὸς κελάρυζε μέγας; – lärmen, jauchzen, ἀφύσσοντες οἶνον κελαρύζετε Ion bei Ath. XI, 495 b.
-
8 ἀμφι-πολέω
ἀμφι-πολέω, sich bewegen od. aufhalten um etwas, umgeben, γηραιὸν μέρος ἁλικίας με ἀμφ. Pind. P. 4, 158; λέκτρον ἀμφιπ., es besorgen, N. 8, 6; Ἱμἐραν Τύχα ἀμφιπολεῖ, umwandelt schützend, Ol. 12, 2 (vgl. Tileocr. 1, 124); τρώμαν ἕλκεος ἀμφιπολεῖν, die Wunde besorgen, heilen, P. 4, 971; Soph. ϑείαις ἀμφι πολῶν τιϑἠναις O. C. 686, vom Bacchus, mit ihnen vetkehrend. In eigtl. Bdtg, μακάρων ϑαλάμους ἀμφιπολεῖ ψυχή Ep. ad. 685 ( Plan. 21). – Pass. ὄρος ἀμφεπολεῖτο, wurde umwandelt, Theocr. 7, 74.
-
9 αμφιπολεω
1) неотступно следовать, сопровождатьἀ. τινα Pind. и ἀ. τινι Soph. — не разлучаться с кем-л.
2) хранить, охранять, беречь(Ἱμέραν Pind.)
3) блуждать, проходить(ὄρος ἀμφεπολεῖτο Theocr.)
4) ухаживать, заботиться(τι Pind.)
5) лечить(τρώμαν ἕλκεος Pind.)
-
10 κελαρυζω
дор. κελαρύσδω струиться с шумом, журчать(τὸ ὕδωρ κατειβόμενον κελαρύζει, ἀπὸ δ΄ ἕλκεος αἷμα κελαρύζει Hom.; τὸ ἱερὸν ὕδωρ ἐξ ἄντροιο κελάρυζε - v. l. κελάρυσδε Theocr.)
-
11 τερσαινω
-
12 ἀμφιπολέω
1 watch overἹμέραν εὐρυσθενἔ ἀμφιπόλει, σώτειρα Τύχα O. 12.2
χρὴ μαλακὰν χέρα προσβάλλοντα τρώμαν ἕλκεος ἀμφιπολεῖν attend to P. 4.271 ( ἔρωτες)· οἶοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ποιμένες ἀμφεπόλησαν Κυπρίας δώρων N. 8.6
met., “ ἀλλ' ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας ἀμφιπολει” i. e. waits for P. 4.158 frag. ἀ]μφιπολεῖ[ P. Oxy. 1792. fr. 51. -
13 προσβάλλω
a lay uponχρὴ μαλακὰν χέρα προσβάλλοντα τρώμαν ἕλκεος ἀμφιπολεῖν P. 4.271
b cast before, provide μελέταν δὲ σοφισταῖς Διὸς ἕκατι πρόσβαλον σεβιζόμενοι (sc. ἥρωες) I. 5.29c in tmesis, met., cast upon πρὸς ὄμμα βαλὼν χερὶ (sc. Ζεύς) Pae. 15.6 -
14 τρώμα
-
15 χρή
1 it is necessary c. (acc. &) inf.ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῖνον χρὴ O. 1.103
ἀρχομένου δ' ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές O. 6.3
χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς O. 6.27
ἀλλ' ἐμὲ χρὴ φράσαι O. 8.74
παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.94
χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34
χρὴ δὲ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν P. 2.88
χρὴ τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων μαστευέμεν P. 3.59
χρὴ πρὸς μακάρων τυγχάνοντ' εὖ πασχέμεν P. 3.103
σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν P. 4.1
“ ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ ὑφαίνειν” P. 4.141χρὴ μαλακὰν χέρα προσβάλλοντα τρώμαν ἕλκεος ἀμφιπολεῖν P. 4.271
“εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέω” P. 9.50χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ N. 1.25
χρὴ δ' ἀπ Ἀθανᾶν τέκτον ἀεθληταῖσιν ἔμμεν N. 5.49
ἀλλὰ τὸ μόρσιμον ἀπέδωκεν. ἐχρῆν δέ τιν' ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι N. 7.44
κερδέων δὲ χρὴ μέτρον θηρευέμεν N. 11.47
χρή νιν εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.43
εὐκλέων δ' ἔργων ἄποινα χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν, χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι (bis) I. 3.7—8.χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν I. 4.48
χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν. χρὴ δ ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν (bis) I. 8.15—6. καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι fr. 42. 4.χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν Pae. 2.57
περὶ δ ὑψικόμῳ Ἑλένᾳ χρῆν ἄρα Πέργαμον εὐρὺν ἀιστῶσαι σέλας αἰθομένου πυρός Pae. 6.96
ἀνδρὸς δ οὔτε γυναικός, ὧν θάλεσσιν ἔγκειμαι, χρή με λαθεῖν ἀοιδὰν πρόσφορον Παρθ. 2. 3. χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, θυμέ fr. 123. 1. κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον κύνα χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν fr. 234. -
16 βαρύθω
A to be weighed down,βαρύθει δέ μοι ὦμος ὑπ' αὐτοῦ [τοῦ ἕλκεος] Il.16.519
; βαρύθει δέ θ' ὑπ' αὐτῆς (sc. ὕβρεως) Hes.Op. 215;καμάτῳ A.R.2.47
;ὑπὸ κύματος Nic.Th. 135
.2 abs., to be heavy,στάλα AP7.481
(Philet.);βαρύθεσκε.. γυῖα A.R.1.43
:—[voice] Pass., Max. 212, Q.S.13.6. -
17 δίαιτα
A way of living, mode of life,τὰ τῆς οἵκοι δ. S.OC 352
; πτωχῷ δ. ib. 751;σκληρὰς δ. ἐκπονεῖν E.Fr.525.5
;δ. εὐτελέστεραι X. Cyr.1.3.2
;δ. ἔχειν A.Pr. 490
; δίαιταν ἔχειν ἐν Κροίσου, παρὰ τῇσι γυναιξί, Hdt.1.36, 136;ξυνήθη τὴν δ. μεθ' ὅπλων ποιεῖσθαι Th.1.6
; δ. ποιεῖσθαι ἐν ὕδατι pass one's life, Hdt.2.68 (but δ. ἐποιήσατο τῶν παίδων he made them live, Id.2.2);δ. τῆς ζόης μεταβάλλειν Id.1.157
, cf. Th.2.16; παρὰ τὴν δ. at table, Ath.12.519b.2 δίαιτα τοῦ οὐρανοῦ· τὸ φαγεῖν, τὸ πιεῖν, Hsch.II dwelling, abode, Arist.EN 1096a27;κοινὴ θεῶν ἁπάντων δ. OGI383.27
(i B.C.); δ. πολιτικαί public buildings, J.AJ15.9.6; room (or, more often, suile of rooms), Ar.Ra. 114, CIG3268 (prob. Smyrna), Plu.Publ.15;τὰς τῶν θεραπόντων δ. Id.2.515f
; sailors' quarters in a ship, Moschion ap.Ath. 5.207c; of fishes, Arist.Mu. 398b32.2 Medic., prescribed manner of life, regimen, Hp.Vict.1.1, Pl.R. 404a, etc.; esp. of diet, Hp. Fract.36, Gal.Thras.35, etc.III at Athens and elsewhere, arbitration, S.El. 1073 (lyr.), Lexap.And.1.87; opp. δίκη, Arist.Rh. 1374b20;ἐμμένειν τῇ δ. Ar. V. 524
;δίαιταν ἐπιτρέψαι τινί Lys.32.2
, Isoc.18.13, Is.5.31 (prob.l.); ὀφλεῖν τὴν δ. to have judgement against one, D.29.58.2 the office of arbiter,δ. λαβεῖν Hyp.Eux.31
.IV discussion, investigation,ταῦτα μακροτέρας ἐστὶ δ. Str.1.1.7
;δ. ποιήσασθαι περί τινος 15.1.10
. (Cf.διαιτάω.) -
18 κελαρύζω
κελᾰρ-ύζω, [tense] fut. - ύσομαι or - ύξομαι prob. in Hsch. (-ύζεται· μετὰ ποιᾶς φωνῆς ἠχήσει cod.): [tense] aor.Aκελάρυξε Lyr.Adesp.90.1
; Poet. and late Prose (v. infr.):—babble, murmur, of running water,κατειβόμενον κελαρύζει Il.21.261
, cf. Theoc.7.137, Phld.Po.Herc.994.14, Philostr.VA1.16, Im.1.21; later, of a rushing torrent, c. acc. cogn.,ὣς ποταμὸς κ. μέγας.. σμερδαλέον μύκημα Opp.C.2.145
; also, gush out like water,ἀπὸ δ' ἕλκεος.. αἷμα μέλαν κελάρυζε Il.11.813
; [ἅλμη] ἀπὸ κρατὸς κελάρυζεν ran gushing, Od.5.323; of milk, Lyr.Adesp.l.c.2 pour with a gush or gurgling sound, ἀφύσσοντες οἶνον κελαρύζετε Ion Trag.10 (lyr.). (Onomatopoeic, acc. to Str.14.2.28, Plu.2.747d.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελαρύζω
-
19 τρώμα
A wound, Pi.P.4.271. -
20 ἀμφιπολέω
A attend constantly,ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας ἀ. Id.P.4.158
.2 attend on, watch, guard,Ἱμέραν Id.O.12.2
, cf. Theoc.1.124;λέκτρον Pi.N.8.6
; busy oneself with,μυρία φρενί B.Fr.7.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφιπολέω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἕλκεος — ἕλκος wound neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβάλλω — ΝΜΑ, προσβάνω και προσβέλνω Ν, επικ. τ. προτιβάλλω Α [βάλλω] κάνω επίθεση, επιτίθεμαι, εφορμώ («τὴν μὲν ἄλλην στρατιὴν κελεύειν πέριξ προσβάλλειν τὸ τεῑχος» Ηρόδ.) νεοελλ. 1. βλάπτω, κάνω κακό («ο ιὸς προσβάλλει κυρίως το νευρικό σύστημα») 2.… … Dictionary of Greek
τρώμα — (I) ἡ, Α 1. (δωρ. τ. τής λ. τραῡμα) πληγή 2. φρ. «τρώμα ἕλκεος» πληγή διαβρωτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω* + κατάλ. μᾱ/ μη (πρβλ. τόλ μη/ μᾱ)]. (II) ώματος, τὸ, Α ιων. τ. βλ. τραύμα … Dictionary of Greek