Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἕλε

См. также в других словарях:

  • ἕλε — αἱρέω take with the hand aor imperat act 2nd sg αἱρέω take with the hand aor ind act 3rd sg (homeric ionic) αἱρέω take with the hand aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕλ' — ἕλε , αἱρέω take with the hand aor imperat act 2nd sg ἕλαι , αἱρέω take with the hand aor imperat mid 2nd sg ἕλαι , αἱρέω take with the hand aor inf act ἕλα , αἱρέω take with the hand aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἕλε , αἱρέω take with the… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Papyrus 1 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Papyrus 1 …   Wikipedia

  • Papyrus 1 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 1 …   Deutsch Wikipedia

  • Papyrus 6 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 6 …   Deutsch Wikipedia

  • MYDON — auriga, Atymnis fil. Homer. Il. ε. v. 580. Α᾿ντίλοχος δὲ Μύδωνα βάλ᾿ ἡνιοχὸν θεράποντα Ε᾿ςθλὸν Α᾿τυμνιάδην. Alius ab achiile interfectus, Il. φ. v. 209. Ε῎νθ᾿ ἕλε Θερσίλοχόντε Μύδωνά τε …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… …   Dictionary of Greek

  • εξαίρετος — η, ο (AM ἐξαίρετος, ον) [εξαιρώ] 1. εκλεκτός, διαλεχτός («εξαίρετος δάσκαλος, φίλος», «πολλαὶ δὲ γυναῑκές εἰσὶν ἐνὶ κλισίῃς ἐξαίρετοι», Ομ. Ιλ.) 2. όχι συνηθισμένος ή τυχαίος («μετ εξαίρετου τιμής, υπολήψεως», «ἐξαίρετον ἕλε μόχθον») νεοελλ. το… …   Dictionary of Greek

  • εξαπονίζω — ἐξαπονίζω (Α) ξεπλένω καλά («λέβηθ ἕλε..., τῷ πόδας ἐξαπένιζεν» έπιασε μια λεκάνη στην οποία έπλενε τα πόδια, Ομ. Οδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απο νίζω «ξεπλένω» (< από + νίζω «πλένω»)] …   Dictionary of Greek

  • ζηλήμων — ζηλήμων, ον (Α) 1. φθονερός, ζηλότυπος 2. αυτός που έχει ζήλο, θερμό ενδιαφέρον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + κατάλ. ημών (πρβλ. αιδ ήμων, ελε ήμων)] …   Dictionary of Greek

  • κυανός — ή ό και κυανούς, ή, ούν (AM κυανοῡς, ή, οῡν και κυάνεος, έα, ον) νεοελλ. 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ουρανού, ουρανής, θαλασσής, γαλάζιος 2. το ουδ. ως ουσ. το κυανό ή κυανούν α) το χρώμα τού ουρανού, γαλάζιο β) χρωστική ουσία με βαθυγάλανο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»