-
1 εχμα
- ατος τό [ἔχω]1) pl. досл. помеха, препятствие, перен. мусор, щебень2) защита, охрана(ἐπηλυσίης HH.)
3) pl. опоры, подпоры, устои(νηῶν, πέτρης, πύργων Hom.)
-
2 έχμα
(-ατός) τό1) скоба; 2) трос, канат; 3) πλ. мор. шлюптали
См. также в других словарях:
ἔχμα — that which holds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχμα — τὸ (Α ἔχμα) καθετί που συγκρατεί κάτι, το στήριγμα, το έρεισμα («ἔχματα πύργων», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. σιδερένιο τεμάχιο με κεκαμμένα και τα δύο αιχμηρά άκρα που χρησιμοποιείται κυρίως στους ξύλινους σκελετούς τών οικοδομών, για να συνδέσει δύο… … Dictionary of Greek
ἐχμάσαι — ἐχμά̱σᾱͅ , ἐχμάζω hold fast fut part act fem dat sg (doric) ἐχμάζω hold fast aor inf act ἐχμάσαῑ , ἐχμάζω hold fast aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχμασι — ἔχμα that which holds neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχματα — ἔχμα that which holds neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχματος — ἔχμα that which holds neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχμάτιο — το [έχμα] ναυτ. 1. (υποκορ. τού έχμα) μικρό έχμα, μικρός μπότσος 2. πλεκτή ζώνη με την οποία στερεώνεται η λέμβος στις επωτίδες ή στους υποστάτες, το μποτσέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. εχμάτ ιον (< έχμα, έχματ ος)] … Dictionary of Greek
εχμάζω — (ΑΜ ἐχμάζω) [έχμα] νεοελλ. ναυτ. συγκρατώ κάτι με έχμα, μποτσάρω μσν. αρχ. κρατώ κάτι στερεά, συγκρατώ, εμποδίζω, δεσμεύω, στηρίζω … Dictionary of Greek
έχμαση — η [εχμάζω] η στερέωση και συγκράτηση με έχμα, το μποτσάρισμα … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
εχμός — ἐχμός, ὁ (Μ) το έχμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχ μός < έχω] … Dictionary of Greek